Δευτέρα, Οκτωβρίου 14, 2013

Jonathan: Επιστολή 2η

Πολυαγαπημένε μου Τζόναθαν, σε σκέφτομαι, το ομολογώ.
Σε σκεφτόμουν το πρωί καθώς έβαζα στα κρυφά κόκκους νες καφέ στον capuucino μου, την ώρα που έγλειφα το κουταλάκι ενθυμούμενη την απέχθειά σου για τον νες καφέ που μου έφτιαχνες τα καλοκαίρια με την σαντυγί γαρνιρισμένη με καραμελωμένα αμύγδαλα. 
Αυτή η φλεγματική απέχθειά σου για ό,τι πρόδιδε τα καταγώγια που 'χω γυρίσει τις στιγμές της πλήξης μου, υπήρξε εξ απανέκαθεν ακραιφνώς γοητευτική. 
Σε σκεφτόμουν τις ώρες που βασάνιζα τελετουργικά τα keyboards δίπλα από τα σπέρματα και κάτω από τα αίματα. Σε σκεφτόμουν την ώρα που ο γκριζομάλης λιγούρης από την απέναντι βεράντα με χαλβάδιαζε κολημένος στο παράθυρο καθώς κάπνιζα τις slim ξεπέτες μου στο μπαλκόνι. 
Με λείπεις Τζόναθαν. 
Με λείπεις αργά αλλά σταθερά αλλά σταθερά. Με λείπεις αποφασιστικά και πλέον αμετάκλητα. Με λένε γλυκιά και έχουν δίκιο. Άλλοι με λένε σκύλα και έχουν δίκιο και αυτοί. 
Με λες σπαγγοραμένη και τσιφούτα και έχεις δίκιο και εσύ.
Τι να τα κάνω εγώ τα spa Jonathan σαν δεν είσαι εδώ να ξε-spa?
Τι να τα κάνω εγώ τα pin από τις πιστωτικές σαν δεν είσαι εδώ να σου τα κρύβω και εσύ να μου τις βουτάς;
Πλήττω Jonathan... πλήττω μακριά σου. Επέστρεφε και παίρνε τες... τις πιστωτικές μου, τα μαργαριτάρια μου (το καλτσόν μην πάρεις μόνο, μου 'φυγε ο πόντος και ξέχασα να το πετάξω).
Παντοτινά δική σου
με την αβάσταχτη ελαφρότητα της pop.

Jonathan. Επιστολή 1η.

Πολυαγαπημένε μου Τζόναθαν. 
Αναγνωρίζω πως η θέση σου ως spa manager είναι αρκούντως ξεκούραστη και σου κολλάνε και τα ένσημα που ποτέ δεν σου έδωσα. Θα ήθελα να δηλώσω την ειλικρινή μεταμέλειά μου διατηρώντας κάποιες επιφυλάξεις περί του αιτήματός σου σχετικά με το δώρο χριστουγέννων-πάσχα και το επίδομα διακοπών. 
Ήρθε η ώρα να επιστρέψεις. 
Στο περιορισμένο σου πλάνο ένεκα του zoom της αποστάσεως σου διέφυγε η βασική αρχή. Το κυρίαρχο στοιχείο του πλάνου δεν τοποθετείται ποτέ στο κέντρο από έναν επαγγελματία χάρην της δυναμικής ισορροπίας της δισδιάστατης αποτύπωσης. 
Παρακαλώ όπως επιστρέψεις μετά της οράσεως διορθωμένης. 
Εν τη αναμονή της προσελευσεώς σου, λέω να ξανασυστηθώ στο spa όπου σφουγγαρίζω τα πατώματα. Η συλλογή τριχών κατέστη -λίαν συντόμως- αφόρητα πληκτική. 
Μην επιστρέψεις με τον μουράνο κουμπαρά σου. Θα σου πάρω swarofky.
Σε ασπάζομαι.
Παντοτινά δική σου.
Υς. Να προσέξεις μπαίνοντας, γλιστρά. Να συμμαζέψεις και να σφουγγαρίσεις.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 24, 2013

be that good that they can't ignore you. Steve Martin

Ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της ιατρικής είναι η λήψη αποφάσεων.

Μετά από κάποιο σημείο και ενώ ακόμα συγκεντρώνεις τα απαραίτητα δεδομένα, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Το 'χεις. Και το 'χεις τόσο παρανοϊκά σύντομα, που το λες "ένστικτο".

Ποτέ δεν υπήρξα η πιο έξυπνη, το καλύτερο παπαγαλάκι, εκείνη με την καλύτερη σωματική διάπλαση ή η πλέον συγκεντρωμένη στην δουλειά. Ήμουν εκείνη που έπαιρνε αποφάσεις ακόμα και ενάντια σε κάθε φαινομενική "λογική".

Στους πρώτους μήνες της δουλειάς μου έρχεται ως περιστατικό ένας γεροδεμένος πανύψηλος νεαρός στα έκτακτα. Πήγε στους παθολόγους. Ο νεαρός χειροτέρευε ώρα με την ώρα. Ισχυριζόταν πως δεν είχε ιδέα για το γιατί έγινε αυτό. Τον ψάξανε όλες οι ειδικότητες. Τίποτε δεν ταίριαζε με τα όσα ανέφερε. Καμία σωστή διάγνωση και ο νεαρός ήταν ένα βήμα πριν το shock. Τότε ο διευθυντής χτυπά το χέρι στο τραπέζι και λέει "θα τον ανοίξω". Λόγω των τότε αποτελεσμάτων των εξετάσεων υπήρχε η πιθανότητα αν τον ανοίξει να τα κάνει ακόμα χειρότερα. Και όμως έδωσε εντολή να ανοίξει το χειρουργείο.

Τον ετοίμασαν και ανοίγοντάς τον φάνηκε πως ό,τι υποψιαζόταν ήταν σωστό. Όταν πέρασε η δύσκολη φάση ο αναισθησιολόγος άρχισε να με πειράζει. Τότε με κατάλαβε και γύρισε και με κοίταξε. Ήμουν όρθια σε ένα σκαλάκι σε απόσταση για να βλέπω τι γίνεται χωρίς να ενοχλώ. Η ώρα ήταν 01:00, δεν εφημέρευα και το σπίτι μου ήταν 1,5 ώρα μακρυά από το νοσοκομείο.

- Τι έχουμε εδώ? Someone is dedicated!

Όταν επέστρεψα ως μέλος της ομάδας του κάποιους μήνες αργότερα, με γονάτισε στην δουλειά.

Master your art. There is no other way!
Be insanely good & take action!


Για την ιστορία ο νεαρός ήταν μπράβος. Είχε δείρει κάποιον και για αντίποινα τον είχε πλακώσει η ομάδα του. Δεν το παραδεχόταν και είχε δώσει εντολή και στους δικούς του να μην το αναφέρουν σε καμία περίπτωση. Όταν τον άνοιξε ο διευθυντής είχε 4lt αίμα στην κοιλιά. (Ο υπέρηχος είχε γίνει αρκετές ώρες νωρίτερα στην έναρξη της αιμορραγίας). Όσο και αν φαίνεται περίεργο, τόσο κάποιος όσο και το περιβάλλον του είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν την ζωή τους για να προστατεύσουν το όποιο μυστικό τους λέγοντας οτιδήποτε ή απλά σιωπώντας. Οι περισσότεροι σταματούν στο δεδομένο. Για να προχωρήσεις πρέπει να μάθεις να υπερβαίνεις. Καλημέρα.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 22, 2013

Σάλα-τραπεζαρία 1

Έτος 2007 περίπου. Ζούμε ακόμα στην παραζάλη των διακοποδανείων κτλ. Υπουργός παιδείας η Άννα Διαμαντοπούλου. Δίνει συνέντευξη όπου διατυπώνει ευθαρσώς επί λέξη. "Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλους επιστήμονες αλλά ανειδίκευτους εργάτες. Και το εκπαιδευτικό μας σύστημα θα λάβει από εδώ και στο εξής αυτήν την κατεύθυνση". Αν και ως μαθήτρια ο κύριος κορμός της παιδείας μου στηρίχθηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση και ουδέποτε συζητούσα κομματικά στην δουλειά, έξαλλη συζητώ το θέμα με συναδέλφους.
- Έλα μωρέ πώς κάνεις έτσι; Έτσι και αλλιώς από τα φροντιστήρια περιμένουμε όλοι να δούμε αποτέλεσμα.
- Ναι και εκεί έχουμε επαναπαυτεί όλοι αλλά δεν σας εξοργίζει όπου η επόμενη γενιά έχει ήδη προαποφαιστεί να είναι ανειδίκευτοι εργάτες; Όλοι γελούσαν. Μία μόνο συμφώνησε πως οι ανειδίκευτοι εργάτες σημαίνει φθηνά εργατικά χέρα που είναι εύκολα χειραγωγίσιμα.
Οι ίδιοι άνθρωποι του τότε, τώρα αναγκάζονται είτε να περιορίσουν/κόψουν τα φροντιστήρια είτε να λένε στα παιδιά τους "δεν μπορώ να σε στείλω σε άλλη πόλη να σπουδάσεις"

Είναι ίδιον των ηλιθίων να πέφτουν συνεχώς από τα σύννεφα. Τι από όλα όσα γίνονται, δεν μας τα είχαν ήδη πει και τα περάσαμε στα ψιλά;
Οι μισοί μου φίλοι, πτυχιούχοι πανεπιστημίων βρίσκονται ήδη στο εξωτερικό και δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν.

Πώς μεταφράζεται η δήλωση του 2007 στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Συζητώ για μία δουλειά για την οποία μου προσφέρεται η αμοιβή του ανειδίκευτου εργάτη.
- Αρνούμαι να σου προσφέρω τις γνώσεις και την εμπειρία μου για το ποσό αυτό. Προτιμώ να κάνω την δουλειά του ανειδίκευτου εργάτη για το αντίστοιχο ποσό και να μην καίω φαιά ουσία.
- Τόσο είναι η τιμή σου και των ομοίων σου στην πιάτσα τώρα. Μπορώ να πάρω ανειδίκευτο, με ακόμα λιγότερα. Θα 'ρθει.
- Ας έρθει. Και όσα χρήματα θα κερδίσεις βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα θα τα χάσεις στο πολλαπλάσιο γιατί θα πέσει η ποιότητα των παροχών σου.

Είμαι μέρος μίας παρέας μουρλών που προτιμά να πηγαίνει στις δουλειές των ανειδίκευτων με τις απολαβές των ανειδίκευτων, παρά να φορά το καρτελάκι του πτυχίου για τα τσιγάρα της.

Ο επόμενος θα δεχτεί. Ο εκβιασμός που λυγίζει τους περισσότερους. Μπορεί η επόμενη γενιά να κινδυνεύει να γίνει η γενιά των ανειδίκευτων αλλά εμείς δεν είμαστε. Δεν υπάρχει το δίλημμα ή έξω ή απαιτώ την εξειδίκευσή σου και σου φέρομαι σαν ανειδίκευτος. Υπάρχει και το έχω τις γνώσεις που έχω και διεκδικώ τα ανάλογα.

Γνωρίζω εξαιρετικούς επαγγελματίες που έχουν αντικατασταθεί από άσχετους, που για να καλύψουν το ψώνιο τους δουλεύουν τζάμπα με αντάλλαγμα να περιφέρονται και να λένε... α εγώ "δουλεύω" στον τάδε. Μεγάλε δεν δουλεύεις στον τάδε... σε δουλεύει ο τάδε και παριστάνεις ότι κάνεις την δουλειά που έκανε ο δείνα. Δεν την κάνεις. Δεν έχεις την εκπαίδευση, την γνώση, την εμπειρία που απαιτεί το αντικείμενο. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές μου έχουν φέρει δουλειές να εκτιμήσω. Δεν έχω πέσει έξω, ούτε σε μία. Η μόνιμη επωδός στο γιατί ανέχεσαι αυτήν την ποιότητα δουλειάς; μα είναι τζάμπα! Ναι αλλά είναι τελειωμένη υπόθεση, μέχρι εκεί θα σε πάει και θα σου γυρίσει μπούμεραγκ.

Και ένα τελευταίο για όσους χάνουν την πίστη τους στον εαυτό τους. Δουλεύω δίχως να υπογράφω τις δουλειές μου. Ελάχιστοι γνωρίζουν το αντικείμενό μου. Ολοκληρώνοντας κάθε δουλειά, υπάρχει μετρήσιμο αποτέλεσμα της ποιότητας. Μέσα στην κρίση με αναζητούν άνθρωποι που δεν με γνωρίζουν για να δουλέψω. Γιατί; Γιατί δεν είμαι ανειδίκευτη. Οι πιστοποιημένες μου γνώσεις είναι κτήμα μου.

Και το σύστημα είναι αμφίδρομο. Για να σας στηρίξουν για την εξειδίκευσή σας, στηρίξτε τους ειδικευμένους. Δεν γίνεται ο καθένας να απαιτεί να τον πάρουν στα σοβαρά για τις γνώσεις του και ο ίδιος να επιλέγει τους άσχετους για το τζάμπα ή το φτηνό.

Όσο σάλα-τραπεζαρία είναι ένα είτε θα δουλεύουμε για 240 ευρώ, είτε θα φεύγουμε έξω.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 18, 2013

O Διονύσης και η Γιαννούλα

Ο Διονύσης και η Γιαννούλα.

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μέρος πολύ μακρινό από εδώ γεννήθηκε ένα αγόρι. Καθώς μεγάλωνε, αρρώστησε και έπειτα έμεινε κουτσό. Κουτσό σε μία αγροτική κοινωνία σήμαινε άχρηστο. Δεν πήγαινε σχολείο και τον πετάξανε στην στάνη να ζει εκεί και να βόσκει τα γίδια. Σαν μπήκε στην εφηβεία, αποφάσισαν να τον παντρέψουν. Του έδωσαν την παλαβή του χωριού. Η ιστορία αργότερα έδειξε ότι δεν ήταν καθόλου παλαβή αλλά μεγάλη γλωσσοκοπάνα, που υποθέτω για τις γυναίκες τότε ισοδυναμούσε με παλαβομάρα.

Ο Διονύσης και η Γιαννούλα λοιπόν ήταν το πιο παράξενο ζευγάρι του χωριού. Ξεχασμένοι, πεταμένοι. Περνούσαν τα χρόνια, περνούσε και ο καιρός. Και ο Διονύσης πηγαινοερχόταν πουλώντας γάλα, τυρί και κρέας. Μια μέρα γύρισε με ένα τετράδιο. Άρχισε να σημειώνει τι πουλούσε. Μόνος του σε μία στάση, μέσα σε όλο αυτό το πήγαινε-έλα, με πείσμα τρελό, κατάφερε και έμαθε γράμματα. Μα αυτό δεν του ήταν αρκετό. Ήθελε να φύγει από την στάνη. Ήθελε ένα καλύτερο μέρος. Μέρα την μέρα, νύχτα την νύχτα, κατάφερε και άνοιξε το μεγαλύτερο μαγαζί της περιοχής, που είχε όλο το μονοπώλιο. Από ζάχαρη και αλάτι μέχρι οικοδομικά υλικά.

Και έκανε παιδιά και κανόνισε και τα πάντρεψε με τις αρχόντισσες της περιοχής. Και όλοι ήταν εκ περιδρομής είτε στο μαγαζί, είτε στο σχολείο, είτε στο χωράφι. Κανένας δεν καθόταν. Έβγαιναν και μάζευαν αφεντικά και εργάτες μαζί τον καρπό από τα χωράφια. Σαν ξεκινούσαν ο κόσμος, που πεινούσε, στεκόταν πιο πίσω.
-          Τα μεγάλα να μαζεύετε. ΜΟΝΟ. Τα άλλα να τα αφήνετε, ήταν κάθε φορά η εντολή πριν αρχίσει η συγκομιδή. Και σαν τελείωναν, έμπαιναν οι υπόλοιποι και μάζευαν ό,τι είχαν αφήσει επίτηδες στα χωράφια.

Περνούσαν οι μέρες, περνούσε και ο καιρός. Και έδινε εντολή. Να μαζεύετε βραχιόλια στα χέρια σας. Μια τέχνη και μια επιστήμη τουλάχιστον. Θα πεινάσετε με το ένα. Θα σας ταΐσει το άλλο. Κάθε κορίτσι πήρε 1 τέχνη και 1 πτυχίο, όταν τα περισσότερα δεν τέλειωναν καν το σχολείο και δούλευαν στα χωράφια και στο μαγαζί.

Και ήρθαν οι Γερμανοί και έπειτα ήρθε ο εμφύλιος. Σκότωσαν, έκαψαν όλοι. Και ο Διονύσης εκεί να τα φτιάχνει και να τα ξαναφτιάχνει από την αρχή. Περνούσε ο χωροφύλακας, έπαιρνε ό,τι ήθελε από το μαγαζί και έφευγε δίχως να πληρώσει. Το ίδιο και οι αντάρτες.

-          Διονύση; Δεν θα κάνεις κάτι;
-          Δουλέφτε! Απαντούσε ο Διονύσης και έσφιγγε τα δόντια. Και έφτιαχνε σπίτια για τους άλλους και αγόραζε χωράφια για τα παιδιά και τα εγγόνια του. Θα πεινάσετε, θα σπείρετε τα χωράφια και θα φάτε να ζήσετε τους έλεγε και μέσα στα χρόνια όλος σχεδόν ο κάμπος έγινε δικός του.

Μα το χωριό δεν είχε σχολείο. Είχε δημοτικό, μα δεν είχε το εξατάξιο τότε γυμνάσιο. Και ο Διονύσης έφτιαξε σχολείο και φώναξε δασκάλους. Και πήγε στο υπουργείο. Και από εκεί του ‘πανε δεν έχουμε λεφτά. Για ένα χρόνο πλήρωνε όλους τους δασκάλους για το Γυμνάσιο για να μαθαίνουν όλα τα παιδιά του χωριού γράμματα, δίχως χρήματα και όχι μονάχα τα δικά του. Από την επόμενη χρονιά το υπουργείο αποφάσισε επίσημα την ίδρυση δημοσίου σχολείου στο κτίριο με τους ίδιους καθηγητές. Το κτήριο ίσως να υπάρχει ακόμα. Ποτέ δεν μπήκε ταμπέλα με το όνομά του.

Για έναν «παράξενο» λόγο το χωριό είχε τα λιγότερα εγκλήματα μίσους σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Ο κουτσός Διονύσης και η παλαβή Γιαννούλα έφυγαν πλήρεις έργων και ημερών.  

Ακόμα και σήμερα τα βραχιόλια που φορούν πολλοί τα χρωστούν σ’ αυτούς.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 15, 2013

Lupus

Παρακολουθούσε τηλεόραση. Ξεχασμένος. Χαμένος στις εναλλασσόμενες εικόνες. Πλησίασα από πίσω αθόρυβα. Έσκυψα στο ύψος του λαιμού του και του ψιθύρισα. 
- Και αν η φωνή μου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ακόμα χάδι, θα ανατριχιάζεις σαν με ακούς ακόμα και όταν μιλώ αλλού;
Δεν απάντησε. Δεν κουνήθηκε.
- Μμμμμμ...
Γύρισε απότομα και μ' άρπαξε σαν αίλουρος και με πέταξε στον καναπέ. Το βλέμμα του γυάλιζε. 
- Αυτά τους κάνεις πάνω στην σκηνή; Για αυτό δεν βρισκόμαστε; Για να παίξεις; Και σε πιστεύουν; Είσαι μία απάτη!
- Με πονάς! διαμαρτυρήθηκα καθώς έσφιγγε τα χέρια μου. Συνειδητοποίησε τι είχε κάνει και με άφησε. Άναψε τσιγάρο και στάθηκε στην μπαλκονόπορτα με την πλάτη γυρισμένη. Ήταν τόσο όμορφος. Και ήταν ερωτευμένος. 
- Δεν υπολογίζεις τίποτα. Είναι δικό μου και το σκορπίζεις. Σ' όλους αυτούς τους ανόητους. Δεν μπορείς να αντισταθείς. Το γουστάρεις. Δεν υπολογίζεις το κόστος. Αν σταθώ ανάμεσα θα με διαπεράσεις δίχως δισταγμό. Εσύ που μ' αγαπάς, εσύ που μου έμαθες την αγκαλιά. Πόσοι στ' αλήθεια γνωρίζουν τι είσαι; Όλα για σένα είναι μία σκηνή και όποτε σου γουστάρει ανάβεις το φως. Δίχως προειδοποίηση. Απλά γιατί έτσι σου γουστάρει. Δεν με χρειάζεσαι. Ποτέ σου δεν με χρειάστηκες. Μαλακίες για να με κάνεις να αισθάνομαι σημαντικός. 
Έτριβα τους καρπούς μου αμίλητη. 
- Δεν κάνεις τέχνη. Sex κάνεις. Μυαλά πηδάς παριστάνοντας την αθώα. Και εγώ σε θέλω και σου αφήνομαι. Και με μισώ για αυτό. Που δεν μπορώ να σου αντισταθώ. Που η φωνή σου, το χάδι σου, η σκέψη σου ρέει στο σώμα μου. Και σ' αγαπώ, πιο πολύ απ' ότι θα καταλάβεις ποτέ ανόητη. Και θα με διαπεράσεις. 
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στην βεράντα. Η βουή του δρόμου εισέβαλε στο σπίτι με την κουρτίνα που ανέμιζε. Πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το άναψα. Θα προτιμούσα να 'χε κάνει το σπίτι λαμπόγυαλο. Πήρα το αναμένο τσιγάρο και άνοιξα την πόρτα. Βγήκα στην βουή του δρόμου. Περπατούσα στα χαμένα με τις ώρες. Ήταν ο άντρας μου. Και στα μάτια του ήμουν μία πουτάνα. Τέλειωσε το τσιγάρο και συνέχισα να περπατώ στα χαμένα, σκυφτή με τα χέρια στις τσέπες ενώ το κινητό χτυπούσε. Το έβγαλα και το απενεργοποίησα. Έφτασα στο πάρκο μηχανικά, κάθησα σε ένα παγκάκι και χάζευα τα αυτοκίνητα που περνούσαν. 
Τον είχα ήδη διαπεράσει. 
Νύχτωσε. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε την πόρτα ανήσυχος. 
- Συγγνώμη, που είπε ντροπιασμένος με το βλέμμα χαμηλωμένο στο πάτωμα. Προσπέρασα και πήγα στο υπνοδωμάτιο. Τα πράγματά μου, μονίμως ακατάστατα, πεταμένα από εδώ και από εκεί. Άρχισα να τα μαζεύω.
- Φεύγεις; 
- Όχι ακόμα, απάντησα.
- Θα φύγεις. 
- Ναι. -
 Δεν θα τα καταφέρουμε. 
- Ναι. 
- Εσύ όμως θα τα καταφέρεις. 
- Και εσύ.

Sabbah

Απόγευμα. Έχω απλώσει τα πόδια μου στο τραπεζάκι του σαλονιού, έχω τον Τάσο (τασάκι) την κοιλιά μου, στο δεξί το τσιγάρο και στο αριστερό το ποτήρι του καφέ και παίζω με το καλαμάκι ενώ παράλληλα καπνίζω. 
Δεν έχω διάθεση για ερωτήσεις. Απολαμβάνω τον καφέ και παίζω μηχανικά με τον καπνό. Με παρακολουθεί.
- Αν μπορούσες να ζητήσεις και να έχεις ό,τι ζητήσεις, τι θα ζητούσες; Έστω ό,τι θα στα δινα εγώ. Χρήματα; Ένα άλλο μαθητή μου δώρο;
Τον κοίταξα οριακά αδιάφορα με την ανόητη ερώτησή του.
- Τις απαντήσεις μου.
- Και για αυτό σου επιτρέπω να έχεις τα ποδάρια σου απλωμένα στο τραπέζι.

............

Κάποια στιγμή συναντηθήκαμε αλλά για ακόμα μία φορά ενώ είχα πάει με τις ερωτήσεις μου, δεν έλεγα λέξη. Ήμουν τόσο στεναχωρημένη που απλά είχα βγάλει το σκασμό. (Σπάνιο για μένα). 
- Τι έγινε;
- It's not working. 
- Ποιο;
- Εγώ.
- What seems to be the problem?
- Είναι στείρο.
- Ασ' το να καταρρεύσει. Κάνε άλλο.
- It's not the answer.
- Τι ψάχνεις;
- Την στιγμή.
- Ποτέ δεν είναι στιγμή. You 've lost your faith. Δεν σου λείπει κάτι που δεν το γνώρισες ποτέ. Νόστος. Φοβάσαι. Δεν γίνεται να χάσεις ό,τι δεν είναι δικό σου. Το αυτό ισχύει και για ό,τι δικό σου. Ξεφορτώσου το επίκτητο "έχω". Δεν έχεις, είσαι.
- Και πού είναι το σημαντικό σε όλο αυτό;
- Πουθενά. Είναι απλά ο δρόμος που επιλέγεις από ένστικτο.
- Οι άνθρωποι πηδούν από τα μπαλκόνια και εγώ μελετώ τον φορμαλισμό.
- Έξω.
- Ορίστε;
- Μάζεψέ τα και φύγε τώρα. Όταν ανακαλέσεις τον σεβασμό σε ό,τι κάνεις τότε να επιστρέψεις. Μέχρι τότε η πόρτα μου θα είναι κλειστή.

...........

Σηκώθηκα και έφυγα. Δεν ενόχλησα. Σιωπή. Παντού. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο.
- Έλα. 
Πήγα. Άνοιξε αμίλητος και μου έκανε νεύμα να προχωρήσω. Πέρασα στο σαλόνι και το τραπέζι ήταν άδειο από ό,τι είχε συνήθως. Πάνω του ήταν ένα μαχαίρι και η θήκη του. Γύρισα να τον ρωτήσω και στεκόταν πίσω μου. Τρόμαξα.
- Θα μιλήσω την γλώσσα σου. Δικό σου.
- Γιατί;
- Το πρώτο που αναγνωρίζεις και σέβεσαι είναι τα όπλα. Διάκριση. Σώζεις ή αφαιρείς ζωή. Ακόμα ένας Ιανός για την συλλογή σου.
- Το ξέρεις πως δεν κρατώ όπλα.
- Το λες αυτό ως χειρουργός, ως επιστήμων και πάνω από όλα ως άνθρωπος;
- Ως μαθητριά σου.
- Θύμισέ μου ποιο όπλο δεν έχεις χρησιμοποιήσει.
- Τι ετοιμάζεις;
- Εσένα.
- Για τι;
- Για την στιγμή που οι απαντήσεις σου θα 'ρθουν αντιμέτωπες με το ένστικτό σου.

.............

Εκείνη την στιγμή με χτύπησε στα μάτια μία αντανάκλαση από το τζάκι. Πλησίασα. Ήταν ακόμα ένα μαχαίρι. Ίδιο με το προηγούμενο. Με το όνομά μου χαραγμένο. Πήρα και το άλλο από το τραπέζι. Είχε το όνομά του χαραγμένο. Τα άφησα στο τραπέζι και βούλιαξα στον καναπέ. Τυφλά έψαξα την τσάντα, έβγαλα το πακέτο και άναψα τσιγάρο.
Έφερε 2 ποτά και τα ακούμπησε στο τραπέζι.
- Περιμένω να δω πότε θα κόψεις το κάπνισμα.
Έσβησα το τσιγάρο και έπιασα τις λαβές. Με ένα μικρό σχέδιο κοντά στην άκρη τους, έφευγε το ένα κομμάτι της θήκης. Το έβγαλα από το ένα, το ίδιο έκανα και με το άλλο. Και στην συνέχεια τα ένωσα. Κλείδωσε απόλυτα το ένα με το άλλο. Ήπια μια γουλιά και άναψα δεύτερο τσιγάρο.
- Τετραπλός Ιανός.
- Ακριβώς. Πόσες ώρες συζήτησης γλιτώσαμε; Μπορείς να βάλεις τα πόδια σου πάνω στο τραπέζι αν σου κάνει κέφι.
Δεν κουνήθηκα από την θέση μου.
- Αναγνωρίζεις και σέβεσαι. Απόλαυσε το ποτό σου. Το ένα στο χάρισα. Το άλλο θα το κερδίσεις.