Σάββατο, Μαΐου 17, 2008

Παμε Στοίχημα;


1.Υπόσχεση

Ένα τηλέφωνο χτυπά. Η μέρα περνά. Εκείνο, υπομονετικό στη θέση του, συνεχίζει να χτυπά. Καλώ τον αριθμό και νομίζω, πως βλέπω τις σκιές του ήλιου πάνω του, να αλλάζουν με τις ώρες. Δεν απαντά κανείς. Τις νύχτες νομίζω είναι ακόμα πιο μόνο. Βλέπεις το νούμερο μου. Δεν το σηκώνεις. Περνά ο καιρός. Νομίζω πως αλλάζεις τα έπιπλα σιγά-σιγά. Αθόρυβα, όπως αλλάζεις και τους ανθρώπους….

Ίσως να είδα όνειρο χτες. Ίσως και όχι. Σε ένα ψευδεπίγραφο παρελθόν σε είδα να κολυμπάς με τα δελφίνια. Ατσούμπαλη όπως πάντα, έσκασα και εγώ στο νερό και γέμισα τον κόσμο νερά. Με μάτια πρησμένα, ξύπνησα και κάνω ταξίδια επί χάρτου.

….

Δεν ξέρω γιατί έχω πάντα άγχος όταν περνώ την είσοδο του θεάτρου. Τα ονόματα αλλάζουν, οι σκιές τσακίζουν αλλιώτικα στους προβολείς και εγώ γλυστρώ πάνω στα τακούνια μου ανάμεσα στο μαύρο και στο φως. Δεν θυμάμαι τη μέρα. Θα διαλέξω μία στην τύχη, Παρασκευή σαν Υπόσχεση ή μήπως Δευτέρα σαν Δεσμά. Θα διαλέξω ονόματα. Πρώτα το δικό μου. Προχωρώ και δεν θυμάμαι το όνομα, να συστηθώ. Χώνομαι στις πίσω θέσεις βιαστικά καθώς τα χέρια μου χαϊδεύουν τα σκονισμένα καθίσματα.

Το φως είναι τόσο καλά εστιασμένο, που νομίζεις, πως μπορείς να το αγγίξεις σαν ψευδαίσθηση. Ένας κώνος εκτυφλωτικού φωτός και δυσλεκτικά, φλύαρα σημεία καπνού να τυλίγουν τα σώματα, που θα πουν την ιστορία, που διάλεξαν για αυτούς. Αφήνω την τεράστια τσάντα του Sport Billy στα διπλανά καθίσματα, τις σημειώσεις από την άλλη πλευρά και βγάζω ένα λαστιχάκι να μαζέψω τα μαλλιά μου. Τους παρακολουθώ σαν αγρίμια, να φυλούν την περιοχή τους. Μαζεύω πρόχειρα τα μαλλιά μου και βγάζω το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσάντα και τον αναπτήρα από την τσέπη. Το ανάβω και τραβάω μια ρουφηξιά όπως ο δύτης την τελευταία ανάσα πριν καταδυθεί. Νοιώθω ένα χέρι να με χτυπά στον ώμο. Ουψ! Μας πιάσανε:

-Σβήστε το τσιγάρο! Εκτός αν έχετε τσιγαροθήκη μαζί σας.

Η τσάντα δεν με απογοήτευσε ποτέ. Σκύβω και βγάζω το τασάκι μου. Πάντα κουβαλώ ένα, που καθαρίζω στο τέλος με μωρομάντιλα. Όπως οι φιλόζωοι κάνουν βόλτα το ζωάκι τους με τη σακουλίτσα και το φτυαράκι τους έτσι και εγώ όταν αερίζω τα τσιγάρα μου τους έχω παρέα πάντα τον Τάσο.

-Να σας συστήσω. Ο Τάσος! Είμαι σίγουρη ότι εκείνη τη στιγμή με μίσησε ενώ πίσω έβλεπα έναν άλλο τύπο, που με βία προσπαθούσε να κρατηθεί και να μην γελάσει.

- Αντωνίου. Σκηνοθέτης της παράστασης.

- Πάντου. Βοηθός σας. Χάρηκα για τη γνωριμία. Το χέρι μου έμεινε μετέωρο για μια στιγμή καθώς ο σκηνοθέτης απομακρύνθηκε προς τη σκηνή και γρήγορα στράφηκε στο στόμα να αρπάξει το τσιγάρο. Καθώς υπέγραφα ακόμα ένα απολαυστικό γραμμάτιο για τον καρκίνο του πνεύμονα και ετοιμαζόμουν να χωθώ στην καρέκλα αγκαλιά με τον Τάσο μου, νοιώθω κάποιον να με κοιτά και να γελά.

- Αυτό θα το πληρώσεις ακριβά. Λημνιός. Φως, μουσική, νερό, τηλέφωνο στα όνειρά σας δεσποσύνη, είπε και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση απομακρύνθηκε και αυτός προς τη σκηνή.

Δεν θα ευχαριστηθώ ποτέ τσιγάρο εδώ. Τουλάχιστον όχι όταν είναι τόσος κόσμος μαζεμένος. Καλά αρχίσαμε. Άρχισαν οι δημόσιες σχέσεις μπροστά. Γνωρίζονται ήδη, κάποιοι δε χωνεύονται. Με χειραψίες υπογράφουν τις νέες συμφωνίες κατάπαυσης πυρός. Προσλάβανε τους πιο φωτογενείς ψεύτες. Τώρα μένει να δούμε απλώς αν είναι και οι πιο τολμηροί. Γεμάτοι έπαρση ανεμίζουν το κείμενο. Το βλέπω στα χέρια τους, πίσω από ένα σύννεφο καπνού και νομίζω ο χρόνος γίνεται μουγκός, μόνος. Βρώμισε η καύτρα. Πάντα καίω τα φίλτρα αφηρημένη.

Ψάχνω το πακέτο και ανάβω δεύτερο. Ευτυχώς αδιαφορούν για μένα. Παίρνω τον Τάσο αγκαλιά και νομίζω ότι το παρόν μαγκώνει και γίνεται παρελθόν με μία βραδύτητα σχεδόν κινηματογραφική. Τους αγαπάει το φως τους ηθοποιούς. Τόσο μικροί και ασήμαντοι μέσα στα καθημερινά τους ρούχα, τους βλέπω να μεταμορφώνονται σε πεταλούδες κάτω από τα φώτα.

Είναι αυτή η σιωπή. Ταιριάζει με τις πεταλούδες. Πώς να τους ταιριάξεις φωνή; Η μουσική σφυρίζει στο κεφάλι μου σιγανά. Ακολουθώ τις μορφές τους πίσω από τον καπνό και σκέφτομαι: τι φωνή έχουν οι πεταλούδες; Τι θα άλλαζε αν μπορούσαμε να τις ακούσουμε;

Η μουσική σφυρίζει πονηρά στο κεφάλι μου και είναι οι παρτιτούρες το κείμενο που ανοίγουν, κλείνουν, διπλώνουν, υπογραμμίζουν, παπαγαλίζουν σαν ποίημα στο σχολείο. Κοράκιασα. Βγάζω ένα μπουκάλι νερό από την τσάντα. Πίνω αχόρταγα καθώς νοιώθω ότι με αντιπαθούν τρελά. Ωραία! Το πρώτο αληθινό συναίσθημα από τη στιγμή, που ξεκίνησαν. Δείξτε μου τα νυχάκια σας μικρά μου γατάκια και θα σας μάθω εγώ να γδέρνετε ο ένας τον άλλον.

Ξανανάβω τσιγάρο. Η αντικαπνιστική πρέπει να ‘ρθει να με μαζέψει γιατί αν συνεχίσω έτσι θα με βάλουν στην φυλακή για χρέη εκτός αν αρχίσω να καπνίζω και την άσφαλτο. Με τόσες λακκούβες δεν πρόκειται να με πάρει χαμπάρι κανείς.

Όταν ξεκινάς να μάθεις ένα νέο κομμάτι με κάποιο μουσικό όργανο, μαθαίνεις πρώτα τον ρυθμό, μετά την μία μελωδική γραμμή, μετά την άλλη, προσπαθείς να τα συνδυάσεις και τέλος χρωματίζεις τη σύνθεση. Ο μόνος ρυθμός εδώ μέσα είναι το πάφ -πουφ από τα τσιγάρα μου, η δεξιά δεν γνωρίζει τι ποιεί η αριστερά. Βάρβαροι! Θα σας έφερνα το χρονόμετρο αλλά δεν ξέρετε να το χρησιμοποιήσετε.

Μου ρίχνουν λοξές ματιές. Ψιθυρίζω το κείμενο μαζί τους. Ανασαίνω τον ιδρώτα τους. Αναλύουν το κείμενο. Μυρίζω την ανάσα τους. Μαθαίνουν συντακτικό και κόμματα από την αρχή. Λες και ο ιατροδικαστής που κομματιάζει το σώμα, ζει τη ζωή του φευγάτου. Πρέπει να αδειάσω τον Τάσο. Να μια καλή δικαιολογία να βγω λίγο έξω στο φουαγιέ. Αν το βλέμμα ήταν μαχαίρι θα ήμουν ήδη νεκρή και δεν θα δακτυλογραφούσα αυτές τις γραμμές. Κοίταξα πίσω, χαμογέλασα και βγήκα έξω. Βρήκα ένα μεγάλο κάδο-τασάκι και άδειασα τον Τάσο. Έψαξα για μωρομάντηλα και τότε συνειδητοποίησα ότι τα είχα αφήσει μέσα. Ξαφνικά άρχισα να πνίγομαι. Ούτε ένα παράθυρο. Ήταν μέρα ή νύχτα; Έβρεχε; Είχε κρύο ή ζέστη; Και το παρελθόν ήρθε σαν παγωμένο σκυλί και κουλουριάστηκε στα πόδια μου.

-Μη μου πεις ότι είχες και καφετιέρα στο σάκο σου! Άκουσα μια φωνή πίσω μου. Πάρε έναν καφέ πριν σε φάμε λάχανο, να μην μας πεις και αγενείς εμάς τους ιθαγενείς. Ήταν ο Λημνιός. Πρέπει να είχε φύγει κάποια στιγμή, που δεν τον πρόσεχα και είχε βγει για καφέδες καθώς κουβαλούσε μια ντουζίνα σε μια βάση από χαρτόκουτο που παράπαιε. Καθόλου λαμπερή εικόνα για τους πρωταγωνιστές μες με τα λαμπερά εξώφυλλα. Χαμογέλασα καθώς άφησα τον Τάσο στην άκρη και πήρα έναν καφέ.

-Δεν τον αποχωρίζεσαι ποτέ; Να το προσέξεις αυτό. Μπορεί μια μέρα να γίνεις εξώφυλλο. Φόντο στο «ο Τάσος φωτογραφίζεται και αποκαλύπτει».

-Μικρέ κρυώνουν οι καφέδες. Ευχαριστώ για τον δικό μου αλλά σε περιμένουν και πάω στοίχημα θα λείπει ένας.

- Ο δικός μου! Και έτσι θα ‘χω την ευκαιρία να ‘βγω έξω και να σε ανακρίνω για να μου πεις πώς στην ευχή τα κατάφερες και είσαι εδώ και όχι απλά είσαι εδώ αλλά επιπλέον αγνοείς ηθοποιούς και σκηνοθέτη. Μη φύγεις, ειδάλλως θα πάρω τα πράγματά σου ομήρους. Και αυτό είναι απειλή!

-Πρώτον είμαι ψωνάρα και δεύτερον έχω μέσον. Ποιο από τα δύο σε εκπλήττει;

- Κανένα! Αλλά μόνο πρόσωπο, ζώο, πράγμα, που δεν παίζουν μέσα για να βρουν την άκρη σου, είπε ο Λημνιός και εξαφανίστηκε στην πλατεία.

Χαμογέλασα. Πάντα έκλεβα όταν διάβαζα αστυνομικά. Πρώτα διάβαζα το τέλος και αν μ’ άρεσε αγόραζα το βιβλίο. Χαζό ε; Να ψάχνεις το έγκλημα για τη λύση σου. Η Αναστασία βγήκε έξω. Πάει στην τουαλέτα. Ήρθε να κόψει λεπτομέρειες να πει μέσα. Το αποφάσισα. Όταν μου τελειώσει το πακέτο θα φύγω. Ανάβω τσιγάρο ξανά.

Στο όνειρο σε είδα να παίζεις με ένα δελφίνι και έπεσα και ‘γω να παίξω με το δικό μου και όπως το κυνήγαγα, το έπιασα από την ουρά και αυτό μεταμορφώθηκε σε άντρα και γύρισε και με κοίταξε. Ξύπνησα ξαφνικά.

Κοιτάζω το είδωλό μου λοξά σε μία κορνίζα. Καπνίζω και πίνω καφέ στο φουαγιέ μονάχη μου, ενώ μέσα πασχίζουν να μάθουν τα λόγια, που ξέρω ήδη.

- Ποτέ δε φανταζόμουν ότι η πινακίδα για τις τουαλέτες θα είχε τέτοιο

σουξέ! Έλα μέσα γρήγορα γιατί ο Αντωνίου τηλεφωνεί σαν τρελός να σε απολύσουν! Θα είσαι η πρώτη, που απολύθηκε πριν καν ακούσει την πρώτη ανάγνωση, μου είπε ο Λημνιός, που βρέθηκε ξαφνικά πλάι μου

- Χάνει το χρόνο του. Εγώ δεν θα φύγω. Τσιγάρο; Και του προσέφερα το πακέτο. Τραβάω μια ρουφηξιά καθώς παίρνει τσιγάρο. Άδικα παιδεύεται. Φωτιά; Πιο πιθανό να φύγει αυτός παρά εγώ. Κρίνοντας από τις φωνές αυτό δεν απέχει πολύ από εδώ. Ούτε μια κούτα τσιγάρα δρόμος. –και με βλέπεις πώς καπνίζω ο αράπης, ο ταμ ταμ ταμ.

Απαπαπα. Πολλά νεύρα. Δεν θα αντέξει, για σήμερα, για πολύ ακόμα. Για να δούμε… 10… 9… 8… πόσα τηλέφωνα θα πάρει ακόμα μέχρι να το καταλάβει ότι εγώ δεν φεύγω; 7… 6… 5…. Εσύ τι νομίζεις μικρέ; Ποιος θα φύγει πρώτος;

Πριν προλάβει ο Λημνιός να δείξει τον Αντωνίου, ο Αντωνίου βγήκε από την πλατεία στο φουαγιέ τρέχοντας. Ωραία, σκέφτηκα, τώρα θα αραιώσουμε σαν τα σκόρδα. Πίσω του βγήκαν οι 2 κυρίες, θιγμένες, στητές και αγέρωχες. Προχώρησα με τον Λημνιό στην πλατεία. Στη σκηνή είχαν μείνει ο Στέφανος με τον Αιμίλιο. Ο Στέφανος μάζευε τα πράγματά του. Έφευγε και αυτός. Ο Αιμίλιος είχε νευριάσει.

-Τελειώσατε το κάπνισμα;

- Προτιμάτε αυτές, που τελειώνουν γρήγορα;

- Όταν είναι όρθιες: Ναι

- Περιμένετε να ανάψω ακόμα ένα, όσο θα προσπαθώ να σκεφτώ κάτι εξίσου έξυπνο.

Ο Στέφανος βρισκόταν ήδη στο φουαγιέ. Άναψα τσιγάρο ξανά. Τα τσιγάρα τελείωναν επικίνδυνα. Το κοριτσάκι με τα τσιγάρα έπρεπε να προσέχει πλέον το ρυθμό του γιατί έχανε τη μελωδία.

- Λυπάμαι έχω ανάδρομο Ερμή και το ωροσκόπιο μου συνέστησε διαλογισμό και περισυλλογή σήμερα.

Ο Αιμίλιος χανόταν και αυτός προς το φουαγιέ. Ο Λημνιός χαμένος έπαιζε με το καλαμάκι του καφέ. Άρχισα να περπατώ στη σκηνή. Να την μετρώ ρυθμικά, καθώς οι λέξεις ανάσαιναν μέσα μου. Άρχισα να πετώ τα ρούχα μου. Έμεινα με ένα μαύρο φανελάκι και το μαύρο παντελόνι, έβγαλα τα παπούτσια και ξεκίνησα το ρυθμό. Τικ – Τακ. Ακούς; Το ρολόι ξεκίνησε να χτυπά και πάλι. Την ξέρω την παρτιτούρα μικρέ μου. Φτιάξε τα φώτα και έλα να παίξουμε.

Ο Λημνιός άρπαξε ένα από τα πεταμένα κείμενα και άρχισε να ρυθμίζει τα φώτα. Δεν ήμουν ποτέ καλή στον ρυθμό. Θυμάμαι τη δασκάλα του πιάνου να χτυπά με τον χάρακα το πιάνο για να μου μετρήσει το ρυθμό και όταν εγώ δεν άκουγα να μου χτυπά τα δάχτυλα. Μα μέσα στα φώτα, μέσα στην παραζάλη από τους καπνούς, οι λέξεις αναπνέουν στο λαιμό μου και μου δίνουν τον ρυθμό τους.

Νομίζω ότι χορεύω. Σιωπή. Μόνο σκόρπιες λέξεις να ζωγραφίζουν εικόνες. Ξαφνικά ακούω δεύτερη φωνή, αντρική. Είναι ο Αιμίλιος. Δεν έφυγε. Ακολουθεί το ρυθμό. Μια παραζάλη. Μιλάω, μιλάει και στις παύσεις σιωπή. Μόνο τα φώτα αλλάζουν καθώς το κείμενο σεργιανά πάνω μας. Κουταβάκι, δαγκώνει επιπόλαια.

Γιατί δεν έφυγες Αιμίλιε; Ήρθες να παίξεις; Μικρή μου πεταλούδα, σε τραβάει το φώς, έτσι δεν είναι; Αγγίζω το φοβισμένο σώμα σου. Αγκαλιάζω το τρέμουλο στην ανάσα σου. Βλέπω μέσα στα μάτια σου την ψυχή σου. Σου χαρίζω τα φώτα σου. Ξεγυμνώνω τις αυταπάτες σου. Είσαι τόσο ευάλωτος, που σχεδόν σε λυπάμαι. Καλωσόρισες στο ταξίδι μου.

Μισώ τα τηλέφωνα, που χτυπούν με τις ώρες. Και περισσότερο τους ανθρώπους, που τα βγάζουν από τις πρίζες και μου στερούν την χαρά να τους τηλεφωνώ και να το αφήνω να χτυπά με τις ώρες μέχρι να τους σπάσει τα νεύρα.

Απόψε είμαι εγώ αυτή που έχω βγάλει το τηλέφωνο από την πρίζα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: