Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2008

Bizzzzzzzz......

Bizzzzz

Έβγαλα το χαρτάκι με το κινητό του Λημνιού. Του έστειλα την διεύθυνσή μου σε μήνυμα και άνοιξα τον υπολογιστή. Έβαλα μουσική και διάλεξα ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Γέμισα 2 ποτήρια και ξεκίνησα να γράφω. Μια καινούρια ιστορία τριγύριζε στο μυαλό μου. Τι θα γινόταν αν έγραφα την ιστορία και την ανέβαζα σε ένα blog; Για να έχει ενδιαφέρον το παιχνίδι πρέπει να ανεβάσουμε ακόμα λίγο το στοίχημα. Ένα μικρό, άγνωστο, αδιάφορο blog για μια μικρή αδιάφορη ιστορία.

Ξεκίνησα να γράφω και να ανεβάζω μέχρι που συνειδητοποίησα ότι είχε νυχτώσει. Το κεφάλι μου είχε βαρύνει από το κρασί και έτσι αποφάσισα να κλείσω τον υπολογιστή και να κάνω μπάνιο. Την ώρα που μούλιαζα κάτω από το ζεστό νερό άκουσα το κουδούνι να χτυπά σε ριπές πολυβόλου. Άρπαξα μια πετσέτα και του άνοιξα την πόρτα.

-Περίμενα μια θερμή υποδοχή, αλλά δεν είναι αυτό που είχα υπόψη και δεν θέλω να με περάσεις για καμιά εύκολη. Είπε την ώρα, που έμπαινε σαν σίφουνας στο σπίτι. Πήρε το ποτήρι με το κρασί

-Για μένα; Ή περιμένουμε και άλλους στην παρέα μας; Πήγαινε να βάλεις κάτι πρόστυχο πάνω σου και έλα να σου πω για τις πρόβες.

Την ώρα που ντυνόμουν τον άκουγα να τριγυρίζει στο σπίτι.

-Τα μωρά συλλαβίσανε τελικά και αρχίσανε να μπουσουλάν. Σε ξέγραψαν από την παράσταση. Δεν φαντάζομαι να περιμένεις συγγνώμη.

-Όχι, μόνο τα κλειδιά του θεάτρου θέλω είπα, βγαίνοντας από το δωμάτιο ντυμένη στα μαύρα. Απόψε πάμε θέατρο. Μην μου πεις ότι δεν τα έχεις γιατί δεν θα σε πιστέψω, είπα πλησιάζοντας τον κοιτώντας τον κατάματα.

-Μην μου πεις ότι θα με αποπλανήσεις και θα τρυγήσεις τους εφηβικούς χυμούς του απολλώνιου κορμιού μου. Ω γύναι! Είσαι αδίστακτη! Αν είναι να κάνουμε κάτι, ας το κάνουμε σωστά. Ντύσου και φύγαμε για το θέατρο.

Πήρα κάποια από τα cds μου, τσάντα, μπουφάν και μια μάσκα και τον ακολούθησα. Φτάνοντας στο θέατρο του ζήτησα να βάλει μουσική και να μου δείξει πού είναι σκούπες και σφουγγαρίστρες. Ανέβηκα στη σκηνή και ξεκίνησα να μετακινώ τα λιγοστά έπιπλα. Σε λίγο ήρθε και ο Χρήστος με σκούπες, σφουγγαρίστρες, φαράσια και κουβάδες. Τα άφησε στη σκηνή και εξαφανίστηκε στο ηλεκτρολογείο.

Ξεκίνησα να καθαρίζω τη σκηνή και σε λίγο ο Λημνιός ξεθώριασε και εξαφανίστηκε από τη σκέψη μου. Καθάριζα τη σκηνή όπως θα καθάριζα ένα αγαπημένο κορμί από τα σημάδια άλλων. Αυτή η νύχτα ήταν δική μας και οι λέξεις χόρευαν μανιασμένα στο κεφάλι μου. Χρόνια είχα να αγαπήσω αυτό το «κορμί». Η νύχτα ήταν δική μας. Θα σκίζαμε τον χρόνο σαν ένα κομμάτι άσπρο χαρτί. Οι λέξεις σχημάτιζαν προτάσεις στο κεφάλι μου. Όλα ήταν μια ανάσα πριν. Μόνο. Μια ανάσα κοφτή, σύντομη, μια παύση και τώρα πηγαίναμε για το Da Capo.

Κουλουριάστηκα επάνω στη σκηνή. Σαν αναρριχόμενο φυτό οι εικόνες ερχόταν στο μυαλό μου. Σήκωσα το κεφάλι μου αργά και άρχισα να λέω την ιστορία. «Jordan». Η Shirley έτρεχε στις φλέβες μου ξανά. Έσκιζα τον χρόνο χαρτί και σκόρπιζα τα κομμάτια γύρω μου. Έψαχνα. Έσκαβα μέσα μου και πέταγα ανθρώπους, συναισθήματα, παρελθόν και παρόν μακριά. Η μουσική έσβησε. Συνέχισα την ιστορία. Ο Χρήστος έπαιζε με τα φώτα. Μια μάνα που σκοτώνει το παιδί της. Τρελή ή λογική; Τι δουλειά έχει μια πεθαμένη να ρωτά τους ζωντανούς; Ποιος αλήθεια δικάζει; Νομίζω ότι στο τέλος είδα τη Shirley να φεύγει, να χάνεται ανάμεσα στις σκιές. Σκοτάδι. Και μετά φως ξανά.

Τον είδα να φεύγει από το ηλεκτρολογείο και να πλησιάζει στη σκηνή. Άναψε τσιγάρο και μου πρόσφερε και μένα ένα. Καπνίζαμε στη σιωπή. Τρόμαξε ο καημένος. Του το χρωστούσα. Τώρα ήμασταν ισοπαλία. Ήταν η ώρα μου να επιστρέψω στις πρόβες και πάλι. Έσβησα το τσιγάρο και του είπα πως ήταν η ώρα να φύγουμε.

Έτσι όπως χαζεύαμε τα χαμηλωμένα φώτα της πλατείας, είδα μια σκιά να κινείται. Ο Λημνιός κατευθύνθηκε προς το μέρος της αλλά εκείνη αντί να απομακρυνθεί ήρθε προς το μέρος μας. Ήταν ο Αιμίλιος. Δεν ξέρω πώς αλλά μέσα μου ήμουν σίγουρη πως θα εμφανιστεί. Χωρίς να πει τίποτε, ανέβηκε με μια γρήγορη κίνηση πάνω στη σκηνή και αμέσως μετά τράβηξε και μένα. Για μια στιγμή τον κοίταξα με απορία και γύρισα προς τον Λημνιό, αλλά είχε προλάβει να εξαφανιστεί. Χαμήλωσε τα φώτα και πάλι και την ώρα, που ο Αιμίλιος με γυρνούσε προς το μέρος του, έβαλε μουσική.

Με ακινητοποίησε και ξεκίνησε να λέει τα λόγια της γυναίκας. Πλησίασε στο αυτί μου και οι λέξεις έτρεχαν σαν την βροχή. Ένοιωθα την ανάσα του, χάθηκα στη φωνή του, μέχρι που ξαφνικά στάθηκε πίσω μου, έκανε τα χέρια του μέγγενη και με έσφιξε. Τότε ξεκίνησα να λέω τα λόγια του Αλέξη. Κανόνιζε τις αναπνοές μου, τη στάση του σώματός μου. Έκλεισα τα μάτια μου και φαντάστηκα πως είμαι βροχή και τρέχω με τη σειρά μου ανάμεσα στα δάχτυλα του Αιμίλιου. Θυμήθηκα τον Αλέξη, τον Νίκο και τις στιγμές μας που μάζευα για τη συλλογή μου. Ώσπου ο Αιμίλιος έβαλε τα χέρια στις τσέπες και εγώ αναγκάστηκα να ανοίξω τα μάτια.

Ήταν εκεί και διάλεγε ξανά τις λέξεις του Αλέξη και του Νίκου και εγώ γινόμουν ξανά μια γυναίκα και η σκιά της. Ο Λημνιός σαν γάτος στη σκηνή είχε αφήσει όλα εκείνα που χρειάζονταν. Έτσι ένοιωσα το δέρμα μου να πίνει αχόρταγα το νερό που άφηνε ο Αιμίλιος να κυλήσει πάνω μου και την ίδια στιγμή τον περικύκλωσα με τα πόδια μου. Νόμισα πως ο Νίκος και ο Αλέξης με κοιτούσαν επίμονα από τις θέσεις των θεατών και τρομαγμένη άνοιξα τα μάτια. Οι λέξεις ανταλλάσσονταν ολοένα και πιο γρήγορα. Έβγαλα την κραυγή και ο Λημνιός έσβησε τα φώτα.

Νόμισα ότι ο Αιμίλιος θα σταματούσε εκεί, στη 2η σκηνή, αλλά εκείνος συνέχισε στο σκοτάδι να απαγγέλει την 3η πράξη και τα φώτα να ανάβουν σιγά-σιγά και πάλι. Πλησίασα την τσάντα μου έβγαλα 1 μικρό μπουκάλι ουίσκι, το άνοιξα, ήπια μια γουλιά και του το πέταξα. Εκείνος το άφησε να πέσει πάνω στη σκηνή και συνέχισε το παραλήρημα του Αλέξη. Πλησίασα, έσκυψα στα πόδια του και πήρα το μπουκάλι ενώ συνέχιζα να παίζω το ρόλο της γυναίκας και της σκιάς της.

Οι σκηνές προχωρούσαν, είχαμε ιδρώσει και οι δύο. Κανένας δεν θα σταματούσε πριν τελειώσει το κείμενο αυτή τη φορά. Ο Νίκος, ο Αλέξης, ο Αιμίλιος άρχισαν να σβήνουν από το μυαλό μου. Η γυναίκα ήταν εκεί και απαιτούσε το κορμί και την ψυχή μου. Οι μουσικές έρχονταν και έσβηναν, τα φώτα αλλάζανε, το πρόσωπο του Αιμίλιου χάθηκε και έμεινε το κορμί και η φωνή του. Τσακωνόμουν, φώναζα, αγαπούσα εκείνο το κορμί και μετά γυρνούσα πάντα στη μοναξιά μου.

Τελειώνοντας την τελευταία σκηνή έκανα να φύγω από τη σκηνή αλλά ο Αιμίλιος με άδραξε γερά από το χέρι και με τράβηξε πίσω ξανά. Ο Χρήστος έσβησε τελείως τα φώτα. Για κάποια λεπτά μείναμε στο σκοτάδι και τη σιωπή. Ο Αιμίλιος με κρατούσε στην αγκαλιά του στο σκοτάδι. Ένα δάκρυ του άγγιξε το πρόσωπό μου και την ίδια στιγμή με εκσφενδόνισε με δύναμη στο πάτωμα της σκηνής. Άρχισε να λέει σκόρπιες φράσεις από το κείμενο μαινόμενος. Ο Χρήστος τρόμαξε και άναψε όλα τα φώτα της σκηνής και της πλατείας. Ο Αιμίλιος άρχισε να αρπάζει και να πετά σπάζοντάς το, οτιδήποτε υπήρχε πάνω στη σκηνή. Εγώ ακίνητη, όπως ήμουν πεσμένη στο πάτωμα τον παρακολουθούσα σιωπηλή. Την ώρα που έπιασε τον Τάσο να τον σπάσει και αυτό, προσπάθησα να σηκωθώ αλλά γλίστρησα και έπεσα πάνω στα γυαλιά που σκορπίζονταν προς το μέρος μου.

Πετάχτηκε κάτω από τη σκηνή και έφυγε τρέχοντας. Ο Λημνιός ήρθε γρήγορα προς το μέρος μου. Σήκωσα το κεφάλι μου προς το μέρος του, και μετά το δεξί μου χέρι. Είχα γεμίσει αίματα τη σκηνή. Με άρπαξε από τον καρπό και με σήκωσε. Έφερε χαρτιά από τα καμαρίνια και προσπάθησε να καθαρίσει τα χέρια μου αλλά κάποια γυαλάκια ήταν καρφωμένα μέσα. Τον ρώτησα αν είχε φαρμακείο το θέατρο και όταν απάντησε ναι του ζήτησα να μου το φέρει. Με ένα τσιμπιδάκι φρυδιών έβγαλα τα γυαλάκια και όταν έφερε το φαρμακείο έβαλα betadine και τα έκλεισα με γάζες και ελαστικό επίδεσμο.

Σκεφτόμουν τον Αιμίλιο και το παραμιλητό του. Γύρισα και είδα τον Λημνιό να καθαρίζει τη σκηνή. Μου έκανε νόημα να καθίσω στην πλατεία και να ξεκουραστώ. Αποκοιμήθηκα στα καθίσματα. Με ξύπνησε όταν τέλειωσε το καθάρισμα και μου πρότεινε να με πάει σε κάποιο εφημερεύον νοσοκομείο να εξετάσουν τα χέρια μου. Αρνήθηκα και του ζήτησα να με πάει σπίτι. Φτάνοντας, με συνόδευσε μέχρι το διαμέρισμά μου για να βεβαιωθεί ότι είμαι καλά. Την ώρα που με φιλούσε στο μάγουλο για να με καληνυχτίσει μου ανακοίνωσε ότι είχε κανονιστεί συνέντευξη του θιάσου την επόμενη μέρα και με ρώτησε πονηρά αν θα παρευρισκόμουν.

-Πάμε στοίχημα; Του απάντησα και του έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: