Τετάρτη, Ιουνίου 04, 2008

Πεταλούδα...

Έτσι όπως χαζεύαμε τα χαμηλωμένα φώτα της πλατείας, είδα μια σκιά να κινείται. Ο Λημνιός κατευθύνθηκε προς το μέρος της αλλά εκείνη αντί να απομακρυνθεί ήρθε προς το μέρος μας. Ήταν ο Αιμίλιος. Δεν ξέρω πώς αλλά μέσα μου ήμουν σίγουρη πως θα εμφανιστεί. Χωρίς να πει τίποτε, ανέβηκε με μια γρήγορη κίνηση πάνω στη σκηνή και αμέσως μετά τράβηξε και μένα. Για μια στιγμή τον κοίταξα με απορία και γύρισα προς τον Λημνιό, αλλά είχε προλάβει να εξαφανιστεί. Χαμήλωσε τα φώτα και πάλι και την ώρα που ο Αιμίλιος με γυρνούσε προς το μέρος του έβαλε μουσική.

Με ακινητοποίησε και ξεκίνησε να λέει τα λόγια της γυναίκας. Πλησίασε στο αυτί μου και οι λέξεις έτρεχαν σαν την βροχή. Ένοιωθα την ανάσα του, χάθηκα στη φωνή του, μέχρι που ξαφνικά στάθηκε πίσω μου, έκανε τα χέρια του μέγγενη και με έσφιξε. Τότε ξεκίνησα να λέω τα λόγια του Αλέξη. Κανόνιζε τις αναπνοές μου, τη στάση του σώματός μου. Έκλεισα τα μάτια μου και φαντάστηκα πως είμαι βροχή και τρέχω με τη σειρά μου ανάμεσα στα δάχτυλα του Αιμίλιου. Θυμήθηκα τον Αλέξη, τον Νίκο και τις στιγμές μας που μάζευα για τη συλλογή μου. Ώσπου ο Αιμίλιος έβαλε τα χέρια στις τσέπες και εγώ αναγκάστηκα να ανοίξω τα μάτια.

Ήταν εκεί και διάλεγε ξανά τις λέξεις του Αλέξη και του Νίκου και εγώ γινόμουν ξανά μια γυναίκα και η σκιά της. Ο Λημνιός σαν γάτος στη σκηνή είχε αφήσει όλα εκείνα που χρειάζονταν. Έτσι ένοιωσα το δέρμα μου να πίνει αχόρταγα το νερό που άφηνε ο Αιμίλιος να κυλήσει πάνω μου και την ίδια στιγμή τον περικύκλωσα με τα πόδια μου. Νόμισα πως ο Νίκος και ο Αλέξης με κοιτούσαν επίμονα από τις θέσεις των θεατών και τρομαγμένη άνοιξα τα μάτια. Οι λέξεις ανταλλάσσονταν ολοένα και πιο γρήγορα. Έβγαλα την κραυγή και ο Λημνιός έσβησε τα φώτα.

Νόμισα ότι ο Αιμίλιος θα σταματούσε εκεί, στη 2η σκηνή, αλλά εκείνος συνέχισε στο σκοτάδι να απαγγέλει την 3η πράξη και τα φώτα να ανάβουν σιγά-σιγά και πάλι. Πλησίασα την τσάντα μου έβγαλα 1 μικρό μπουκάλι ουίσκι, το άνοιξα, ήπια μια γουλιά και του το πέταξα. Εκείνος το άφησε να πέσει πάνω στη σκηνή και συνέχισε το παραλήρημα του Αλέξη. Πλησίασα, έσκυψα στα πόδια του και πήρα το μπουκάλι ενώ συνέχιζα να παίζω το ρόλο της γυναίκας και της σκιάς της.

Οι σκηνές προχωρούσαν, είχαμε ιδρώσει και οι δύο. Κανένας δεν θα σταματούσε πριν τελειώσει το κείμενο αυτή τη φορά. Ο Νίκος, ο Αλέξης, ο Αιμίλιος άρχισαν να σβήνουν από το μυαλό μου. Η γυναίκα ήταν εκεί και απαιτούσε το κορμί και την ψυχή μου. Οι μουσικές έρχονταν και έσβηναν, τα φώτα αλλάζανε, το πρόσωπο του Αιμίλιου χάθηκε και έμεινε το κορμί και η φωνή του. Τσακωνόμουν, φώναζα, αγαπούσα εκείνο το κορμί και μετά γυρνούσα πάντα στη μοναξιά μου.

Τελειώνοντας την τελευταία σκηνή έκανα να φύγω από τη σκηνή αλλά ο Αιμίλιος με άδραξε γερά από το χέρι και με τράβηξε πίσω ξανά. Ο Χρήστος έσβησε τελείως τα φώτα. Για κάποια λεπτά μείναμε στο σκοτάδι και τη σιωπή. Ο Αιμίλιος με κρατούσε στην αγκαλιά του στο σκοτάδι. Ένα δάκρυ του άγγιξε το πρόσωπό μου και την ίδια στιγμή με εκσφενδόνισε με δύναμη στο πάτωμα της σκηνής. Άρχισε να λέει σκόρπιες φράσεις από το κείμενο μαινόμενος. Ο Χρήστος τρόμαξε και άναψε όλα τα φώτα της σκηνής και της πλατείας. Ο Αιμίλιος άρχισε να αρπάζει και να πετά σπάζοντάς το, οτιδήποτε υπήρχε πάνω στη σκηνή. Εγώ ακίνητη, όπως ήμουν πεσμένη στο πάτωμα τον παρακολουθούσα σιωπηλή. Την ώρα που έπιασε τον Τάσο να τον σπάσει και αυτό, προσπάθησα να σηκωθώ αλλά γλίστρησα και έπεσα πάνω στα γυαλιά που σκορπίζονταν προς το μέρος μου.

Πετάχτηκε κάτω από τη σκηνή και έφυγε τρέχοντας. Ο Λημνιός ήρθε γρήγορα προς το μέρος μου. Σήκωσα το κεφάλι μου προς το μέρος του, και μετά το δεξί μου χέρι. Είχα γεμίσει αίματα τη σκηνή. Με άρπαξε από τον καρπό και με σήκωσε. Έφερε χαρτιά από τα καμαρίνια και προσπάθησε να καθαρίσει τα χέρια μου αλλά κάποια γυαλάκια ήταν καρφωμένα μέσα. Τον ρώτησα αν είχε φαρμακείο το θέατρο και όταν απάντησε ναι του ζήτησα να μου το φέρει. Με ένα τσιμπιδάκι φρυδιών έβγαλα τα γυαλάκια και όταν έφερε το φαρμακείο έβαλα betadine και τα έκλεισα με γάζες και ελαστικό επίδεσμο.

Σκεφτόμουν τον Αιμίλιο και το παραμιλητό του. Γύρισα και είδα τον Λημνιό να καθαρίζει τη σκηνή. Μου έκανε νόημα να καθίσω στην πλατεία και να ξεκουραστώ. Αποκοιμήθηκα στα καθίσματα. Με ξύπνησε όταν τέλειωσε το καθάρισμα και μου πρότεινε να με πάει σε κάποιο εφημερεύον νοσοκομείο να εξετάσουν τα χέρια μου. Αρνήθηκα και του ζήτησα να με πάει σπίτι. Φτάνοντας, με συνόδευσε μέχρι το διαμέρισμά μου για να βεβαιωθεί ότι είμαι καλά. Την ώρα που με φιλούσε στο μάγουλο για να με καληνυχτίσει μου ανακοίνωσε ότι είχε κανονιστεί συνέντευξη του θιάσου την επόμενη μέρα και με ρώτησε πονηρά αν θα παρευρισκόμουν.

-Πάμε στοίχημα; Του απάντησα και του έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: