Κυριακή, Ιουνίου 29, 2008

"Θα σε πάρω μια νύχτα.... να σου δείξω την πόλη όταν θα κοιμούνται όλοι..."


Ξεκινήσαμε να περπατάμε στο δρόμο, περιμένοντας κάποιο ταξί να φανεί.

- Δεν πιστεύω ότι ευθύνεσαι εσύ για το ατύχημα του Χρήστου…

ούτε ότι ήταν σωστή η συμπεριφορά των υπολοίπων στο νοσοκομείο. Συγγνώμη που δεν μπήκα στη μέση τότε αλλά είπαμε. Εγώ είμαι στο «off».

- Δεν πειράζει. Δεν έχει σημασία. Θα σου ζητούσα και εγώ

συγγνώμη για τις φορές που έχω γελάσει μαζί σου. Αν πίστευα στη συγγνώμη. Αλλά δεν πιστεύω.

Ο Στέφανος έβγαλε από την τσέπη του ένα ζιπάκι και μου το έδωσε.

- Ξέρεις ήθελα να στο δώσω εδώ και καιρό αλλά δεν έβρισκα την κατάλληλη ευκαιρία. Παρ’ το και όταν βρεις χρόνο, ρίξε μια ματιά στο περιεχόμενό του. Ίσως να βρεις κάτι που να σε ενδιαφέρει.

- Τι έχει μέσα; Ρώτησα καθώς το έβαζα στην τσέπη του παντελονιού μου.

Ο Στέφανος έβαλε τον δείκτη του δεξιού χεριού μπροστά από το στόμα του και είπε χαμογελαστά

- Σςςςςς… Θα χαλάσεις την έκπληξη και η νύχτα απόψε φαίνεται

πως είναι γεμάτη από εκπλήξεις. Καθώς περπατούσαμε, ξεκίνησε να σιγοτραγουδά

«Θα σε πάρω μια νύχτα να σου δείξω την πόλη, όταν θα κοιμούνται όλοι…και θα ξενυχτάμε μόνοι, 2 σκοποί στην Αλεξάνδρας, μια γυναίκα και ένας άντρας».

Σου χρωστάω ένα θεατρικό παιχνίδι για αυτό που κατέστρεψα την τελευταία φορά. Σταμάτησε μπροστά σε ένα αυτοκίνητο και έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του.

- Τι λες λοιπόν; Θα έρθεις να παίξουμε;

Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνό μου. Είδα την κλήση. Ήταν

ο Αιμίλιος. Κοίταξα ξανά τον Στέφανο και αποφάσισα να απαντήσω στο τηλεφώνημα.

- Πού είσαι; Με ρώτησε ο Αιμίλιος.

- Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, είμαι με παρέα. Θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή, απάντησα καθώς έβλεπα τον Στέφανο να μπαίνει στο αμάξι και να ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού για να περάσω μέσα στο αυτοκίνητο.

- Είσαι καλά;

- Ναι.

- Έγινε κάτι; Με ρώτησε ανήσυχος.

Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Στέφανος μου έκανε επίμονα νοήματα για να μπω μέσα στο αμάξι του. Πλησίασα στην ανοιχτή πόρτα με το τηλέφωνο ανοιχτό, τον ευχαρίστησα και του είπα ότι θα πάρω ταξί. Τον καληνύχτισα και γυρίζοντάς του την πλάτη άρχισα να απομακρύνομαι.

- Είμαι στο δρόμο για το σπίτι. Χρόνια πολλά…

Εκείνη τη στιγμή κάποιος μου άρπαξε το κινητό. Γύρισα και είδα

τον Στέφανο να το κλείνει και να με τραβάει προς το αυτοκίνητό του. Προσπάθησα να του ξεφύγω αλλά με τράβηξε προς το αυτοκίνητο. Άνοιξε την πόρτα και προσπάθησε να με βάλει στην θέση του συνοδηγού. Πάλευα να φύγω φωνάζοντάς του όταν μου έριξε μπουνιά στο πρόσωπο. Ζαλίστηκα και τον κλώτσησα και εγώ. Οπισθοχώρησε για λίγο και του ξέφυγα.

Μέχρι που ένοιωσα ένα χέρι να με τραβά στο πλάι και να με ρίχνει στο πλακόστρωτο. Ο Στέφανος με είχε προλάβει. Με γύρισε ανάσκελα και άρχισε να με χτυπά με μανία. Μετά από λίγο σταμάτησα να νοιώθω πόνο. Δεν πάλευα πια. Μια ζέστη με αγκάλιαζε και βούλιαζα μέσα της. Ο Στέφανος σταμάτησε να με γρονθοκοπά και προσπάθησε να κρατήσει το πρόσωπό μου σταθερό, απέναντι από το δικό του.

Εκείνη τη στιγμή κάποιος τον τράβηξε από πάνω μου. Γύρισα στο πλάι και είδα τα αυτοκίνητα να περνούν. Ούτε ένα δεν είχε βρει λίγο χρόνο, να σταματήσει το ρολόι σε κείνο το πεζοδρόμιο. Ο πόνος επέστρεφε κατά κύματα. Το αίμα με ανακάτευε και άρχισα να κάνω εμετό στο πεζοδρόμιο. Κάποιος με πλησίασε. Ήταν ο Χρήστος. Με βοήθησε να σηκωθώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: