Τρίτη, Ιουνίου 17, 2008

Κόψε! …με το καλύτερό σου χαρτί


Ξύπνησα με έναν τρομερό πονοκέφαλο και με μάτια πρησμένα. Με μισόκλειστα μάτια κατευθύνθηκα τοίχο – τοίχο στην κουζίνα. Έβαλα καφέ στην καφετέρια και άνοιξα το ψυγείο. Δεν είχε σχεδόν τίποτα. Το έκλεισα και άνοιξα τα παράθυρα ενώ άφησα τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Έβαλα τον καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή. Έβαλα μουσική και κάθισα στον καναπέ. Καλώς εχόντων των πραγμάτων ο Χρήστος έβγαινε σήμερα. Δεν θα πήγαινα ακόμα μία φορά στο νοσοκομείο. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα πήρα μία κουβέρτα, μία κούπα καφέ από την κουζίνα και κρύφτηκα στον καναπέ. Ξάπλωσα στον καναπέ και μετά από λίγο σηκώθηκα. Συνδέθηκα στο νετ και άρχισα να ψάχνω ξανά, να σκαλίζω τη φωτιά. Έβγαλα όσα πακέτα είχε με κόλλες Α4 και άνοιξα τον εκτυπωτή. Το ταξίδι ξεκινούσε. Εκτύπωνα λέξεις και τις σκόρπιζα στο χώρο.


Τη νύχτα ήρθανε τσιγγάνοι
με την πραμάτεια τους,
με κρεμασμένες μάσκες στους ώμους.

Τις ώρες που κοιμόμουν
μ’ έδειχναν συνωμοτικά
-κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα...
γι’ αυτόν εδώ, διάλεξε μια από ‘κείνες
που μόλις επιζούν,
μια από ΄κείνες που να γράφει στο μέτωπο
μονάχα «καλημέρα» ή «δόξα τω Θεώ».

Ξυπνώ το πρωί
με μια προσωπίδα σκονισμένη,
γρατζουνισμένη στο δεξί της μάγουλο
-ποιος ξέρει πού τη βρήκαν.

Τόσοι και τόσοι
πετούν τις μάσκες τους,
τσιγγάνοι τις διακομίζουν
στον πλησιέστερο ανύποπτο κοιμισμένο
με αντάλλαγμα ένα ένσημο

βαρέων κι ανθυγιεινών ονείρων.

Αυτός ο Θοδωρής Βοριάς, που να ταιριάζει καλύτερα; Έβγαλα το κάδρο που στεκόταν υποταγμένο στο σαλόνι και στο καρφί του πέρασα το ποίημα. Πιο δίπλα είχε και άλλο καρφί. Αποκαθήλωσα το διακοσμητικό και ξεκοίλιασα το επόμενο ποίημα του.

Βλέπεις, δε χάνουμε καιρό,
προχθές πυροβολήσαμε
τη μοναδική γλάστρα μας
-όπως έδειξε κι η τηλεόραση-
το απόγευμα μάζεψες απ’ το μπαλκόνι
κι έκρυψες το χώμα που σκορπίστηκε απ’ την πληγή,
και τα σκόρπια μπουμπούκια
και τα φύλλα.

Κανείς δεν μας είδε, ποιος δίνει σημασία...

Χθες πνίξαμε τα χελιδόνια
του μπαλκονιού μας,
ύστερα έπλυνες τα σκόρπια φτερά
και τα τσόφλια των αυγών με το λάστιχο.
Κατά το βράδυ
έπεσε μόνη της η φωλιά τους,
λερώθηκε πάλι το μπαλκόνι...

Σήμερα πλήξη...

Ο εκτυπωτής εκτύπωνε με φασαρία και εγώ κατέβαζα κάδρα, διακοσμητικά και στερέωνα υποσχέσεις κουτσές.

'Αγγελοι Φονιάδες


'Αγγελοι φονιάδες

τις νύχτες του έρωτα

τραβούν κάτω απ' τα πόδια σου

τα πεταμένα ρούχα.


Γλυστράνε μέσα τους,

σκοτώνουν

τις τελευταίες σου ανάσες.


Φλέγεσαι και λιώνεις

πάνω από τα νεκρά σου ρούχα,

στάζεις στα μάτια

που σε κοιτάζουν απ τα μανίκια τους,

απ τα διαρρηγμένα φερμουάρ τους.

Πες μου πού είσαι όταν σε ζητώ; Πες μου πώς βάζεις τόσα βήματα, τόσα ονόματα, τόσο χρόνο μακριά; Πες μου γιατί δεν είσαι εδώ να με ακούσεις; Γιατί χτες δεν είχες τίποτα να πεις, μόνο έφυγες μέσα στη σιωπή.

Όπως Με Ήξερες


Όπως με ήξερες,

ακούστηκε κι αυτή τη νύχτα

η ιστορία της ζωής μου

σε ωριαίες συνέχειες.


Ίσως να κατάλαβες

πως τα φανάρια των δρόμων

δε σταμάτησαν ν' αναβοσβήνουν

γιατί δεν άφησα τη Σαλονίκη

για κάποια πόλη στην επαρχία.


Ίσως να φοράω μαύρα ρούχα

σ' ένδειξη αντίδρασης·

οι έμποροι δεν ονειρεύονται απόψε

που έμαθες πως γράφω ποιήματα,

που έμαθες πως μ' ένα στίχο

χαράζονται οι διαχωριστικές γραμμές.


Είδες πώς μ' ένα μολύβι

σε χάραξα στα δυο;

Θ' αναρωτιούνται το πρωί

τα δυο μισά κομμάτια σου

γι' αυτή τη νύχτα.


Όπως με ήξερες,

μια σελίδα μεταμεσονύχτιων ονείρων

εκτυπωμένη σε χαρτί τσαλακωμένο.

Δεν έχω δει τη ζωή σου, το κρεβάτι που πλαγιάζεις, την κούπα που πίνεις νερό, την χτένα που χτενίζεσαι, τον καθρέφτη που χαμογελάς. Χτες είδα στην τηλεόραση κάποιον να ξυρίζεται και έβαλα τα κλάματα. Για πόσο λίγο σε άγγιξα… Με τσάκισες σαν οριγκάμι στα σχέδια που σου ταίριαζαν.

Νιώθεις Τους Τοίχους...

Νιώθεις τους τοίχους στο δωμάτιο
να σε κοιτάζουν με τα μάτια μου.

Ακούς τις γάτες απ' έξω
να κλαίνε τους έρημους δρόμους,
τα δέντρα να βγάζουν βλαστάρια,
τη σημαία να σου μαθαίνει την περηφάνεια.

Νικάς τη μοναξιά με το μολύβι σου,
η ανάσα μου γιατρεύει τις πληγές σου.
Αν λιποθυμήσεις θα σε πάρω στα χέρια
και θα σ' απλώσω σ' άλλο ποίημα.

Και μετά με βαρέθηκες. Με άνοιξες αλλιώς και τη στιγμή, που πήγα να τεντωθώ, να ξεπιαστώ (πονά πολύ αυτό που ζητάς), άρχισες να με τσακίζεις πάλι, γεωμετρικά σχεδιασμένα για να φαντάζω αλλιώτικη. Κοίτα με νομίζω ότι μέχρι και χρώμα αλλάζω για σένα.

Το Tρύπιο Tαβάνι

Όποτε βρέχει στάζει η σκεπή,
δε μέτρησα ποτέ τις τρύπες.
Στάζει... πώς έγινε διάτρητη!
Μέρα τη μέρα εξατμίζομαι
κι αναστατώνονται
τα έντομα και τα ποντίκια
που ανασαίνουν τη ζωή μου,
στο τρύπιο ταβάνι.

Γεμίζω το σαλόνι ποιήματα. Τα περνάω στο πόμολα, στα στυλό και τα μολύβια. Τα σκοτώνω και τα αφήνω έκθετα. Όταν δεν βρίσκω άλλα μέρη να τα στερεώσω, τα κάνω σαΐτες, βάζω καρφίτσες στη μύτη, τα πετάω με δύναμη και καρφώνονται στα έπιπλα του σαλονιού.

Σκορπίζω σελίδες παντού, μέχρι που τελειώνουν. Το δωμάτιο γέμισε. Σκιάχτρα που διώχνουν τις συμβάσεις που υπέγραψα και σε κρατούν μακριά μου, τις ταμπέλες που μου φόρεσες και μου πες προχώρα. Πηγαίνω στην κουζίνα. Παίρνω ένα πακέτο τσιγάρα από το ντουλάπι και το ανάβω. Παίρνω τον τάσο και επιστρέφω στο σαλόνι.

Με πόσες ιστορίες να γεμίσω το κενό σου; Πηγαίνω στο μπάνιο και μπαίνω με τα ρούχα κάτω από το ντους. Κυλάω μαζί με το νερό στο κορμί μου και χάνομαι στους υπονόμους πρεσβεύοντας μια θάλασσα. Ακούω το κουδούνι. Δεν θα ανοίξω. Αποφάσισα πως σήμερα δεν έχω λεφτά για κοινόχρηστα, δεν έχω χρόνο για άλλους.

Βγάζω τα ρούχα ένα - ένα και τα πετάω έξω από το ντους. Άλλαξε το σώμα μου και πώς να το αγαπώ μακριά σου; Έφυγες πριν να με μάθεις. Κοιτάζω ανάμεσα στα πόδια μου και βλέπω ένα κομμάτι σκούρο αίμα, σκοτωμένο και αυτό για να πηγαίνουμε ασορτί. Ακούω κουδούνι ξανά και μετά κλειδί στην πόρτα. Μένω καρφωμένη στην μικρή μαύρη βαρκούλα. Ένα μικρό πειρατικό. Κάποιος φωνάζει το όνομα μου. Διαλύεται στο νερό, φεύγει στους σωλήνες, σκορπίζει στη θάλασσα και πίσω του σαν άδειο τενεκεδάκι σέρνει την ψυχή μου.

- Άννα, είσαι καλά; Γυρίζω και βλέπω τον Χρήστο να με κοιτάζει

από την πόρτα του μπάνιου.

- Καλά είμαι, απαντώ και το βλέμμα μου επιστρέφει στο σημείο

που χάθηκε το πήγμα.

Κάποιος κλείνει το ντους, με τυλίγει με μια πετσέτα και με βγάζει από εκεί. Είναι ο Αιμίλιος. Μου είναι τόσο ξένο το άγγιγμά του αυτή τη στιγμή. Με πηγαίνει στο κρεβάτι μου ενώ ο Χρήστος με στεγνώνει με μια δεύτερη πετσέτα.

- Πως κατάντησες έτσι; Από πότε έχεις να φας σαν άνθρωπος;

Είπε ο Χρήστος.

Δεν τον πρόσεχα, ήθελα να φύγουν και να μ’ αφήσουν μόνη.

- Αιμίλιε, σε παρακαλώ, μπορείς να πεταχτείς λίγο στο super

market ή στο φούρνο να ψωνίσεις κάτι να την ταΐσουμε; Άχρηστη, ένα delivery σου άφησα και ούτε αυτό μπορούσες να κάνεις μακριά μου.

Άκουσα την πόρτα να κλείνει. Ο Χρήστος άνοιξε τη ντουλάπα, πήρε ρούχα και άρχισε να με ντύνει.

- Συγγνώμη για τον Στέφανο. Ήταν μαζί μου στο νοσοκομείο και

του ζήτησα να σε ακολουθήσει γιατί είχες το κινητό κλειστό και ανησύχησα. Δεν περίμενα να σου κάνουν τέτοια πλάκα και πάλι. Αλλά φοβήθηκαν και με σένα. Οπότε τώρα είναι όλοι εντάξει και δεν υπάρχει λόγος να έχεις τέτοια μούτρα και να κάνεις το σπίτι gallery.

Μου φόρεσε τη μπλούζα και έσκυψε να μου φορέσει εσώρουχο

και τη φόρμα.

- Είμαι ανάπηρος άνθρωπος. Σήκω. Δεν θα παραστήσεις μαζί

μου τη νύφη.

Σηκώθηκα, έσκυψα να μαζέψω τα ρούχα μου. Ο Χρήστος δεν

μιλούσε. Πήγα να φύγω προς το σαλόνι. Με έπιασε από το χέρι και με γύρισε πίσω. Η πετσέτα είχε αίμα.

- Για αυτό δεν άνοιγες την πόρτα; Για αυτό δεν έβγαινες από το

μπάνιο; Έλα, φεύγουμε για το νοσοκομείο.

Πήρε το κινητό από την τσέπη και άρχισε να τηλεφωνεί. Του το

πήρα από το χέρι.

- Δε χρειάζεται να πάμε στο νοσοκομείο, εκτός και αν γίνει

περισσότερο το αίμα. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Δεν έχει νόημα να μάθει ο Αιμίλιος κάτι, ειδικά αν τα πράγματα δεν πάνε καλά.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Λημνιός το σήκωσε ενώ

εγώ κάθισα στο κρεβάτι.

- Ναι Αιμίλιε… καταλαβαίνω, βέβαια. Μην ανησυχείς, πήγαινε

στη δουλειά σου, θα με πάει η Άννα σπίτι μου. Ευχαριστώ για τη βοήθεια, ναι θα τα πούμε στην πρόβα… Καλό απόγευμα. Γεια.

Άνοιξα τη ντουλάπα και έβγαλα νέα ρούχα και πήγα να αλλάξω.

Πήρα την πετσέτα και την πέταξα στο καλάθι με τα άπλυτα. Ο Λημνιός στεκόταν επικίνδυνα σιωπηλός.

- Έλα να σου φτιάξω καφέ.

- Να παλουκωθείς στο κρεβάτι σου. Θα σερβιριστώ μόνος μου.

Δεν ντρέπομαι.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Σε λίγο ήρθε ο Χρήστος με την κούπα του και τα μεζεδάκια που ξετρύπωσε.

- Θες να κάνω κάτι; Με ρώτησε

- Ναι, πάρε με αγκαλιά απάντησα και έγειρα στα πόδια του. Άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.

- Η Μαρία έχει αρχίσει και σας υποψιάζεται. Στο νοσοκομείο

προσπαθούσε να με ρωτήσει για σένα. Ρώτησα και τον Αιμίλιο καθώς ερχόμασταν. Δεν ήθελε να το συζητήσει αλλά δεν το αρνήθηκε. Γι’ αυτό είναι απόμακρος.

- Το ήξερα από την αρχή ότι θα χώριζαν οι δρόμοι μας. Δεν

ζήτησα κάτι και δεν το πήρα.

- Ναι, για αυτό έχεις κάνει Biennale το σαλόνι. Δεν ξέρω αν

πρέπει να κάνω τη νοικοκυρά ή να καλέσω τα κανάλια.

- Τίποτα να μην κάνεις. Καλά είσαι εδώ. Πιες τον καφέ σου,

άναψε τσιγάρο και όποτε θες, θα παραγγείλουμε.

- Δεν θα φύγω απόψε, ή θα πάμε μαζί στο νοσοκομείο ή θα μείνω

εδώ να σε προσέχω. Μου είπαν έχεις πάρει τις λιποθυμίες εργολαβία και σε βλέπω σουβλάκι σε κάνα στυλό που τα έχεις από εδώ και από εκεί.

- Να υποθέσω ότι και εσύ νοιάζεσαι για μένα;

- Γιατί; Ποιος άλλος; Να σφαχτούμε τώρα στην ποδιά σου. Λίγο

όμως γιατί το αίμα το έχουμε ήδη.

- Ο Αιμίλιος.

- Άφησέ τον αυτόν κούκλα μου. Αυτόν είναι πίσω στη ζωή του.

Και να πω ότι δεν στα ‘χα πει. Πόσα πτυχία θες ακόμα για να καταλάβεις ότι τέλειωσε; Ακόμα και η παράσταση πλησιάζει στην πρεμιέρα.

- Εσύ τώρα έμεινες για ψυχολογική υποστήριξη;

- Για ψυχολογική υποστήριξη έμεινα, όχι όμως για να λέμε

βλακείες.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνό του.

- Έλα Μαρία, καλημέρα. Ευχαριστώ. Να’ σαι καλά. Ο Αιμίλιος;

Δεν ξέρω, πού είναι τώρα; Ήρθε και με πήρε από το νοσοκομείο και με έφερε στο σπίτι της Άννας, να δούμε τι θα γίνει και με την μηχανή. Εγώ έμεινα στο σπίτι της και εκείνος έφυγε για να κάνει κάτι δουλειές. Τηλεφώνησε του πάλι, ίσως τώρα να έχει σήμα.

Ο Αιμίλιος είναι μαζί της. Απλώς διασταυρώνει τις δύο εκδοχές,

μου είπε γυρνώντας προς το μέρος μου. Τι θα παραγγείλουμε;

- Ό,τι θες και ό,τι αγαπάς. Δικαιούσαι μια επιβράβευση αφού

επιβίωσες από το φαγητό του νοσοκομείου.

- Ώστε γιατρός ε; Φαίνεται ότι οι γιατροί έχετε πολύ χρόνο για

σκότωμα στην επαρχία.

- Προς το παρόν είμαι άνεργη…

- Είσαι καλά; Πλανήτης γη καλεί Άννα, Άννα μας ακούς;

- Σ’ ακούω αλλά νυστάζω, δεν κοιμήθηκα χτες. Σε πειράζει να

κοιμηθώ λίγο; Κάνε ό,τι θες, το σπίτι δικό σου.

- Εδώ θα μείνω, μήπως χρειαστείς κάτι. Θα σε περιμένω να

ξυπνήσεις να φάμε.

Αποκοιμήθηκα πριν το καταλάβω ενώ παρακολουθούσα τον

Λημνιό να διαβάζει τα ποιήματα.

1 σχόλιο:

Spark D' Ark είπε...

Τα ποιήματα είναι του ποιητή Θοδωρή Βοριά. Η χρήση τους έγινε ύστερα από τη συγκατάθεσή του. Περισσότερα ποιήματά του μπορείτε να δείτε στις ιστοσελίδες του (βρίσκονται στα προτεινόμενα links).