Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2008

Αν σήμερα άλλαζα όνομα, θα με αγαπούσες ακόμα το ίδιο;

Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου. Εφιάλτης ήταν. Σηκώθηκα και πήγα να φτιάξω καφέ. Επέστρεψα με την κούπα και είδα τα ματωμένα μου ρούχα. Κάθισα στον καναπέ και άναψα τσιγάρο. Στο τραπέζι ήταν τα κλειδιά από το παλιό σπίτι. Έπρεπε να περιμένει. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα το δρόμο. Κόσμος περνούσε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Γύρισα μέσα στο σπίτι, έκανα μπάνιο άνοιξα το συρτάρι με τα κλειδιά, πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κατέβηκα στο parking. Το αυτοκίνητο με περίμενε βδομάδες τώρα στη σκόνη και τη σιωπή. Άνοιξα το πορτμπαγκάζ και το σάκο που είχα μέσα. Τον πήρα και βγήκα στο δρόμο να περιμένω. Μετά από λίγη ώρα σταμάτησε ταξί και σε λίγο έφτασα στο νοσοκομείο. Πλήρωσα και κατέβηκα. Αναστέναξα και προχώρησα στην είσοδο του νοσοκομείου.

Φτάνοντας άφησα τον σάκο στο πάτωμα, τον άνοιξα, έβγαλα την άσπρη ποδιά και τα ακουστικά και κρατώντας τη διπλωμένη στο ένα χέρι και στο άλλο τον σάκο ξεκίνησα να ψάχνω τον θάλαμο τον Χρήστου. Δεν άργησα να τον βρω. Μπήκα μέσα. Ευτυχώς δεν ήταν κανένας από την παράσταση εκεί. Τον πλησίασα. Ήταν στραπατσαρισμένος για τα καλά ο κακομοίρης. Άφησα τον σάκο στο πάτωμα, την ποδιά πάνω στο κρεβάτι και τον πλησίασα.

- Ξύπνα ωραία κοιμωμένη. Έφερα φαγητό!

Ο Χρήστος άνοιξε αμέσως τα μάτια του.

- Θα ΄θελες! Δεν έχει φαγητό σήμερα! Θα ξεχειλώσει το γαζί που

σου πέρασαν.

Ήταν ακόμα με τα αίματα του χειρουργείου. Άνοιξα τον σάκο και έβγαλα μία πετσέτα και τα ρούχα της εφημερίας. Έβρεξα την πετσέτα με τον φυσιολογικό ορό και τράβηξα το σεντόνι.

- Μωρό μου ετοιμάσου, απόψε θα γίνεις δικός μου.

- Και συ θα ντυθείς νοσοκόμα; Με ρώτησε

- Η επιθυμία σας διαταγή απάντησα και φόρεσα την ποδιά μου. Ξεκίνησα να τον καθαρίζω με την πετσέτα. Τράβηξα τα

Πράσινα και συνέχισα να τον καθαρίζω. Έβγαλα τη στολή που φορούσα στο μαιευτήριο και τον βοήθησα να τη φορέσει.

- Τώρα σε έντυσα μαμίτσα. Αύριο λέω να σε ντύσω αφέντρα και μεθαύριο υπερπαραγωγή.

Δίπλωσα τα πανιά του χειρουργείου, τα άφησα σε μια άκρη και

Πέταξα τα χαρτιά. Έβαλα την πετσέτα πίσω στο σάκο και έψαξα για καρέκλα. Δεν υπήρχε.

- Δεν θέλω να ξανάρθεις εδώ, μου είπε ψυχρά. Δεν σε ξέρω ποια είσαι και δεν ξέρω αν σε γνώρισα ποτέ. Φύγε σε παρακαλώ. Τώρα.

Έβγαλα την ποδιά, την έριξα στον σάκο, τον πήρα και γύρισα προς την πόρτα. Βγαίνοντας βιαστικά έπεσα σε κάποιον. Σήκωσα το βλέμμα μου, ψελλίζοντας «συγγνώμη» και είδα τον Αιμίλιο. Με έπιασε την ώρα που παραπάτησα και με κράτησε. Μια στιγμή, μια σιωπή, εσύ. Μάζεψα τον σάκο από το πάτωμα. Η Μαρία στεκόταν πίσω του. Πήρα τον σάκο και έφυγα. Έφυγα από το νοσοκομείο.

Άρχισα να περπατώ στο δρόμο άσκοπα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: