Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2008

Την καρέκλα σας, παρακαλώ!

Την καρέκλα σας, παρακαλώ!

Λίγη σοκολάτα χρειάζεται πάντα. Λίγη ακόμα, κάποιες φορές ενώ τα αποθεματικά των Ίνκας, όταν θες μια μόνιμη στολή παραλλαγής. Έχοντας προμηθευτεί την τελευταία συλλογή σοκολάτας, την οποία ανέδειξα σε πλατινένια έκδοση, έφτασα στο θέατρο νωρίτερα από την ώρα της πρόβας. Με τα ψιλά που περίσσεψαν, αγόρασα καφέδες και προχώρησα προς την σκηνή του θεάτρου. Ο Λημνιός είχε κατεβάσει τους προβολείς και ετοιμαζόταν να τους τοποθετήσει στις νέες τους θέσεις, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παράστασης. Δίπλα στους προβολείς είχε παρατάξει τα φίλτρα για τους προβολείς, τα οποία δοκίμαζε ένα-ένα μέχρι να αποφασίσει για το καλύτερο. Η μουσική, Τori Αmos μέχρι τελικής πτώσεως, μαρτυρούσε ότι η πρόβα, θα αργούσε να ξεκινήσει.

Άφησα τον καφέ του πάνω στη σκηνή, σφυρίζοντάς του για να τον πειράξω. Γύρισε και κάνοντας παντομίμα ένα στριπτίζ, ήρθε και άρπαξε τον καφέ του με έναν σχεδόν δακτυλουργικό τρόπο. Έβγαλα μία σοκολάτα από την τσάντα μου, την πλησίασα στο στόμα μου και κλείνοντάς του το μάτι την πέταξα πάνω στη σκηνή. Την πήρε και κάθισε στην άκρη της σκηνής, τοποθετώντας τον καφέ στο πλάι και ανοίγοντας την σοκολάτα μου πρόσφερε το πρώτο κομμάτι. Το πήρα και έβγαλα από την τσάντα το πακέτο με τα τσιγάρα. Πλησίασα το τασάκι του Λημνιού και άναψα τσιγάρο. Στη δεύτερη ρουφηξιά ο Χρήστος μου το βούτηξε. Χαμογελώντας άναψα και δεύτερο τσιγάρο. Δεν μιλούσε κανείς.

Έβγαλα τον Τάσο από την τσάντα και κάθισα στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Ο Χρήστος συνέχιζε τη δουλειά του. Λίγη ώρα μετά οι προβολείς ήταν στην θέση τους και ξεκίνησε η δοκιμή. Ανέβηκα στη σκηνή, τακτοποίησα στις θέσεις του το υποτυπώδες σκηνικό και στήθηκα στις θέσεις των ηθοποιών για να δοκιμάσουμε τον φωτισμό. Ο Χρήστος ήταν στην κονσόλα απαριθμώντας τις σκηνές. Ξαφνικά ένοιωσα ένα βουητό στα αυτιά, τα μάτια μου σκοτείνιασαν και πριν προλάβω να αντιδράσω, τα γόνατά μου λύθηκαν και σωριάστηκα στο πάτωμα.

Το επόμενο πράγμα, που θυμάμαι, είναι τον Λημνιό πάνω από το κεφάλι μου, να με χαστουκίζει ελαφρά και να μου φωνάζει ανήσυχος. Μισάνοιξα τα μάτια και τον είδα με ένα μπουκάλι νερό να στέκει από πάνω μου. Σίγουρα θα το άδειαζε πάνω μου αν δεν συνερχόμουν με συνοπτικές διαδικασίες. Προσπάθησα να σηκωθώ και τα πάντα μαύρισαν πάλι. Ο Λημνιός αποφάσισε να με βαφτίσει ηρωικά για ακόμα μία φορά και έτσι βρέθηκα βρεγμένη και με τα πόδια ψηλά, να ατενίζω μέσα στην παραζάλη τον Χρήστο, όπως δεν τον είχε ατενίσει πριν καμιά.

Μάζεψα τα πόδια μου και ανακάθισα στη σκηνή. Προσπάθησα να σκουπίσω τα νερά από πάνω μου και του είπα γελώντας

-Την πάτησες! Μίλησες πρώτος!!!

-Είσαι απαράδεκτη! μου είπε και μου πέταξε το άδειο πλαστικό μπουκάλι φεύγοντας για τα καμαρίνια.

Κάθισα στην καρέκλα της σκηνής κοιτάζοντας την είσοδο του θεάτρου. Ο σκηνοθέτης πλησίαζε με εμφανή την αποδοκιμασία στο πρόσωπό του.

-Κάναμε έναν μικρό αυτοσχεδιασμό με τον Χρήστο. Τέλειωσε με τον φωτισμό και είχαμε χρόνο μέχρι να ξεκινήσει η πρόβα… είπα αμήχανα καθώς συνειδητοποίησα ότι το λευκό χρώμα που φορούσα δεν ήταν ό,τι καλύτερο για να στέκεται κάποιος βρεγμένος κάτω από τους προβολείς. Την στιγμή εκείνη εμφανίστηκε ο Χρήστος με μία πετσέτα, που είχε απαλλοτριώσει από τα καμαρίνια. Μου την πέταξε, κρύφτηκα πίσω της και κατευθύνθηκα στα καμαρίνια.

Δεν είχα άλλα ρούχα μαζί μου και δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω ρούχα από τα καμαρίνια. Όσο στέγνωνα τη μπλούζα και στη συνέχεια τα μαλλιά μου με το πιστολάκι άκουγα τους ηθοποιούς να παίρνουν θέσεις στη σκηνή προβάροντας τα φώτα στις εναλλαγές. Ήθελα να το βάλω στα πόδια αλλά αυτό δεν γινόταν. Βγήκα από τα καμαρίνια και υποκρινόμενη την αδιάφορη πήρα την τσάντα μου και κατευθύνθηκα στις πίσω θέσεις, που καθόμουν πάντα. Άνοιξα μια σοκολάτα και κρύφτηκα στο κάθισμα.

Όταν βεβαιώθηκα ότι όλοι πρόσεχαν την πρόβα, πήρα τα τσιγάρα και κατευθύνθηκα στο φουαγιέ. Κοίταζα αφηρημένα τις αφίσες παλαιοτέρων παραστάσεων. Ένα παλιό τραγούδι στριφογύριζε στο μυαλό μου. Το ξεκίναγα και όταν έφτανα σε ένα συγκεκριμένο σημείο κολλούσα, δεν θυμόμουν το παρακάτω και ξεκινούσα μουρμουριστά από την αρχή. Έβλεπα τις ίδιες αφίσες ξανά και ξανά ενώ το ίδιο μουσικό θέμα σφυροκοπούσε το μυαλό μου… και ξαφνικά μια σιωπή μετέωρη στο κενό. Μια καρέκλα λιγότερη και σ’ αυτόν τον γύρο ήμουν η μόνη που στεκόμουν όρθια.

Τρόμαξα καθώς ένοιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Ήταν ο Αιμίλιος, που είχε ξεγλιστρήσει από την πρόβα…

-Είσαι καλά; Με ρώτησε

-Πάντα είμαι καλά, του απάντησα και τραβήχτηκα μακριά του. Η μουσική ξανάρχισε να παίζει στο μυαλό μου και ο Αιμίλιος μου χαμογελούσε, καθισμένος στη δική του καρέκλα. Φτάνοντας στο κομμάτι, που ξεχνούσα τόσην ώρα, η παύση εξαφανίστηκε και έδωσε τη θέση της στη συνέχεια του κομματιού. Μουρμουρίζοντας τη συνέχεια κατευθύνθηκα προς τις τουαλέτες ενώ ο Αιμίλιος έστριβε τσιγάρο.

Επιστρέφοντας ήταν όλοι οι ηθοποιοί στο φουαγιέ και την ώρα εκείνη επέστρεφε ο Λημνιός με τους καφέδες τους. Τους χαμογέλασα νευρικά και χώθηκα βιαστικά στις κερκίδες με τον Χρήστο να με ακολουθεί με έναν καφέ στο χέρι. Άρχισα να πετάω αντικείμενα και σκουπίδια στην τσάντα μου όταν ο Λημνιός μου είπε:

-Δε θα το βάλεις στα πόδια. Όχι απόψε. Όταν τελειώσει η πρόβα θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου. Όσο και αν ακουστεί παράξενο, έγειρα στο κάθισμα και αποκοιμήθηκα, μέχρι τη στιγμή, που με σκούντηξε ο Λημνιός και μου ‘πε πως είναι η ώρα να με πάει σπίτι. Άνοιξα τα μάτια μου και τον είδα να στέκεται από πάνω μου με ένα μπουκάλι νερό στο χέρι.

-Όχι, είπα και σηκώθηκα αμέσως, παίρνοντάς του το μπουκάλι από το χέρι. Πρόσεχε με αυτά τα πράγματα γιατί στο τέλος θα μας γίνει συνήθεια.

Η σκηνή ήταν σκοτεινή και τα φώτα σβηστά. Βγήκαμε στο φουαγιέ και καθώς ο Λημνιός έσβηνε φώτα πίσω μας βγήκα από το θέατρο και κατευθύνθηκα στη μηχανή του. Μου πήρε ιπποτικά την τσάντα από τα χέρια και με ρώτησε

-Σπίτι σου, σπίτι του ή και κάπου αλλού; Ενώ παράλληλα είχε ανοίξει την τσάντα και έψαχνε τις σοκολάτες. Αφού ανέδειξε τον νικητή και ξεκίνησε να καταβροχθίζει την αγαπημένη του σοκολάτα, μου πέταξε τα κλειδιά της μηχανής

-Θα οδηγήσεις εσύ ή θα μπατάρουμε; Για να δω ντεκολτέ σου καλή μου. Τρία άτομα πάνω στην μηχανή. Αν μας πιάσουν, ή θα μου πληρώσεις την κλήση ή θα την πέσεις στον αστυνομικό. Κλείσε το στόμα σου καλή μου, σε συνδυασμό με τα πόδια σου, κάνει ρεύμα! Τι τραβάω και δεν το μαρτυράω για τα αλήθωρά σου μάτια. Ανέβα να φύγουμε τώρα γιατί αν το καθυστερήσεις και άλλο θα πρέπει να φωνάξω γερανό.

Ανέβηκα στη μηχανή και κατευθυνθήκαμε στο σπίτι μου. Σε λίγο ήμασταν σπίτι. Του πέταξα το κινητό να παραγγείλει και κατευθύνθηκα στην κρεβατοκάμαρα να αλλάξω ρούχα.

-Θα παραγγείλω τα κλασσικά όσο εσύ απειλείς την αισθητική μου με τις σωβρακοφανέλες που έχεις το θράσος να αποκαλείς μπιζάμες. Το αλκοόλ πρόλαβες και το πέταξες ή γλύτωσε κάτι απ’ τον αφανισμό; Μπύρες, είπε βγάζοντας δύο κουτάκια από το ψυγείο. Μωρή άχρηστη στους ανώνυμους αλκοολικούς θα το γράψουμε ή στο ληξιαρχείο όταν γεννηθεί;

Στεκόμουν στην πόρτα της κουζίνας χωρίς να ξέρω τι να του πω. Πήρα το ένα κουτάκι μπύρας, το άνοιξα και ξεκίνησα να πίνω αμήχανα.

-Τώρα σε πιασαν οι ντροπές σου; Πάμε στο σαλόνι να την αράξουμε. Ο Αιμίλιος το ξέρει;

Έγνεψα αρνητικά.

-Άντρες, πεταμένα λεφτά! Έχω βάσιμες υποψίες ότι τους κάνουν λοβοτομή πριν τους δώσουν εξιτήριο από το μαιευτήριο.

-Και εσύ πώς τους γλύτωσες γλυκιέ μου;

-Μάλλον έστειλαν άντρα και τα θαλάσσωσε όπως πάντα. Τέτοιο κορμί, τέτοιο μυαλό, τέτοιο ταλέντο…

-Περιμένουμε και άλλον στην παρέα μας; Να παραγγείλουμε και άλλες πίτσες, είπα καθώς μου εκσφενδόνιζε το μαξιλάρι του.

-Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω που ήρθα να σου κάνω την μαμή

-Την τρελή ήρθες να κάνεις όπως πάντα και τα καταφέρνεις με εξαιρετική επιτυχία, του ανταπάντησα πετώντας το άδειο τενεκεδάκι προς τον κάλαθο των αχρήστων. Φυσικά και έπεσε έξω.

-Αν ο Αιμίλιος είχε το σημάδι σου, τώρα δεν θα ‘μασταν εδώ.

-Θα πεις και άλλα νόστιμα;

-Τι θα κάνεις;

-Τον μαλάκα και με εξαιρετική επιτυχία, απάντησα.

-Δεν έχεις σκοπό να του το πεις ε; Και τι θα κάνεις με την εγκυμοσύνη;

-Οι πρόβες τελειώνουν. Μόλις δω μία τζενεράλε θα φύγω. Αυτή τη φορά το ρολόι της Σταχτοπούτας χτύπησε 12 παρά και όχι ακριβώς.

-Σταχτομπούτα μου, πόσο καιρό πιστεύεις ότι θα καταφέρεις, να το κρύβεις ακόμα; Ο Αιμίλιος είναι ηλίθιος, οι υπόλοιποι όμως όχι.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι. Μας φέρανε την παραγγελία. Ο Λημνιός ιππότης όπως πάντα σηκώθηκε να πληρώσει με το πορτοφόλι μου. Άφησε πουρμπουάρ, το νούμερο του τηλεφώνου του, δωρεάν εισιτήρια για την παράσταση, τα σάλια του πάνω στην πόρτα, τα βέλη του έρωτα στο χαλάκι της εξώπορτας και επιτέλους τις πίτσες πάνω στο τραπέζι.

-Αν στείλει μήνυμα, έφυγα. Οπότε πες τα γρήγορα αλλιώς αν μείνουμε στην μέση, θα σου έρθω ξημερώματα και θα πρέπει να με ταΐσεις από την αρχή. Επειδή δεν σε συμφέρει ξεκίνα.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό του. Όρμησε επάνω του, το σήκωσε και ξαφνικά άρχισε να λιώνει και να απλώνεται στο χώρο. Μόλις αντιλήφθηκε ότι με δυσκολία συγκρατιόμουν για να μην γελάσω και αρχίσω τα σχόλια, άρπαξε το κράνος, τα κλειδιά του, με χαιρέτησε με νοήματα και εξαφανίστηκε.

Ο έρωτας απόψε κάνει αρπαχτές ξανά, σκέφτηκα και άνοιξα την τηλεόραση. Πήγα στην κουζίνα πήρα μία μπύρα ακόμα και άνοιξα τον υπολογιστή. Είχα μείνει πίσω στη δουλειά και αν συνέχιζα έτσι το καινούριο θεατρικό δεν θα ήταν έτοιμο μέσα στην προθεσμία για να το στείλω. Έπρεπε να γράψω κάτι ακόμα καλύτερο αυτή τη φορά μια και ανέβαινα κατηγορία. Την ιστορία την είχα ήδη στο μυαλό μου αλλά έπρεπε να βρω χρόνο και διάθεση να προχωρήσω.

Τακτοποίησα τις πίτσες και τη μπύρα δίπλα στο λαπτοπ, άφησα την τηλεόραση να παίζει χαμηλόφωνα και άνοιξα τα αρχεία. Άνοιξα το τυχερό μου αρχείο για γούρι και ένα ακόμα αρχείο κενό για να ξεκινήσω τις δοκιμές. Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι. Ή ο Λημνιός είχε γίνει πιο γρήγορος και από τη σκιά του ή εγώ είχα πολύ καιρό να το κάνω. Άνοιξα την πόρτα και είδα μπροστά μου τον Αιμίλιο. Δεν τον περίμενα τέτοια ώρα. Με χαιρέτησε και μπήκε βιαστικά στο σπίτι.

-Ήθελα να σε δω, μου είπε καθώς έστριβε τσιγάρο στον καναπέ. Περιμένεις παρέα;

-Όχι, του απάντησα καθώς κατευθύνθηκα στην κουζίνα. Με έφερε ο Λημνιός και παραγγείλαμε αλλά κάτι του έτυχε και έπρεπε να φύγει.

-Το ξέρω, σας είδα που ήρθατε μαζί και περίμενα να φύγει για να ‘ρθω να σου μιλήσω.

-Τι θέλεις να πιείς; Μπύρα; Κρασί; Κάτι άλλο;

Δεν πήρα απάντηση και αποφάσισα να ανοίξω το κρασί, που του αρέσει. Γέμισα ένα ποτήρι και επέστρεψα στο σαλόνι. Ο Αιμίλιος βρισκόταν στον υπολογιστή και διάβαζε το κείμενο. Ήταν το κείμενο της παράστασης.

-Έχεις το κείμενο της παράστασης στον υπολογιστή σου. Και δεν είναι το μόνο.

Πλησίασα, άφησα το ποτήρι το κρασί πάνω στο τραπέζι και έκλεισα τον υπολογιστή.

-Δεν υπήρξα ποτέ αδιάκριτη με τη ζωή σου. Δεν βλέπω το λόγο γιατί να γίνεις εσύ αδιάκριτος με την δική μου. Αποσύνδεσα τον υπολογιστή και τον πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Ο Αιμίλιος με ακολούθησε. Άφησα τον υπολογιστή στο κρεβάτι και επέστρεψα στο σαλόνι.

-Εσύ έγραψες το έργο. Γι΄ αυτό δεν κατάφεραν να σε διώξουν από την παράσταση. Δεν μιλάς ε; Είδα ξεκίνησες να γράφεις και άλλο έργο. Και είμαι και εγώ μέσα σ’ αυτό. Αυτό ήθελες λοιπόν; Ακόμα ένα έργο;

-Εσύ τι μπορούσες να δώσεις; Τίποτα. Ούτε και εγώ σου ζήτησα τίποτα.

-Ψέματα. Τόσους μήνες σε τόσους ανθρώπους έλεγες ψέματα.

Γέλασα

-Μιλάς εσύ, που πληρώνεσαι για να λες ψέματα; Ακόμα και για αυτή τη στιγμή, που είσαι εδώ πάλι κάποιο ψέμα έχεις πει. Στην Μαρία, στο θέατρο, στον εαυτό σου.

-Θα μου το ‘λεγες ποτέ ότι το έγραψες εσύ;

-Θα άλλαζε κάτι; Θα με αγαπούσες αν το ήξερες;

-Μη μπλέκεις την αγάπη σ’ αυτό. Δεν έχει καμία σχέση.

-Έχεις δίκιο. Δεν έχει καμία σχέση και για αυτό δεν στο’ πα, ούτε και είχα σκοπό να σου το πω ποτέ, είπα και πήρα το ποτήρι το κρασί.

-Έπαιζες μαζί μου.

-Και αυτό σε πειράζει; Γιατί; Μήπως γιατί μέχρι πριν λίγο νόμιζες ότι έπαιζες εσύ και αυτό ήταν σωστό; Μ’ έκανα δόλωμα και όχι λεία σου όπως νόμιζες. Ποιος ξέρει, ίσως του χρόνου αυτήν την ιστορία να την παίζει κάποιος άλλος επάνω στη σκηνή. Μήπως θα ήθελες να συμπληρώσεις κάτι στις σκηνοθετικές οδηγίες;

-Ναι, αυτό, είπε, με χαστούκισε και έκανε να φύγει. Και να φανταστείς ότι ανησύχησα σήμερα και ήθελα να δω τι κάνεις. Ανησύχησα και σκέφτηκα ότι ίσως να με είχες ανάγκη απόψε. Αλλά δεν με είχες ποτέ ανάγκη, έτσι δεν είναι; Ένα ψέμα νοίκιασες, μια σκηνή και λίγα φώτα, αλλά όχι τους ανθρώπους. Και εκεί μπερδεύτηκες μικρή μου.

Έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη. Έφερα τον υπολογιστή από το δωμάτιο. Τον άνοιξα και ξεκίνησα να γράφω. Μια σωστή ιστορία θα έπρεπε να ξεκινάει σαν την αποψινή. Έτσι δεν είναι Αιμίλιε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: