Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2008

Τυφλόμυγα

Τυφλόμυγα

Σκοτάδι και φως. Ένας μικρός κύβος ζάχαρης δόλωμα για σένα. Η Μαρία κάθεται στις θέσεις των θεατών. Νοιώθω τη σκιά της. Ακούω τη φωνή της να διαλέγει τις λέξεις μου. Ο Αιμίλιος ξέρει και τους δύο ρόλους. Η Μαρία πλησιάζει, συνεχίζει το ρόλο, αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι. Το δικό μου ή του Αιμίλιου. Όπως θέλεις παρ’ το. Αλλά έμεινε για να δηλώσει πως είναι εδώ. Καθώς προχωρά η πρώτη σκηνή, αφήνει την πλατεία και ανεβαίνει επάνω. Ο Λημνιός μας παρακολουθεί πλάθοντας το φως.

Ακούγεται παράξενο στα αυτιά μου ο Αλέξης και ο Νίκος να έχουν την ίδια φωνή, αλλά δεν έχει σημασία αυτή τη στιγμή. Για μια στιγμή σκέφτομαι να κατέβω από τη σκηνή και να τους αφήσω μόνους αλλά νοιώθω πως αν σταματήσω, θα σταματήσει και η Μαρία την πρόβα. Προσπαθεί να με στριμώξει. Ακροβατώ και κουνάει το σκοινί κάτω από τα πόδια μου. Ένα μικρό πράσινο αλογάκι της Παναγίας στα χέρια μου και οι σκηνές να ξετυλίγονται στο ημίφως. Τα μάτια της πετούν σπίθες στο ημίφως.

Δε συστηθήκαμε πριν αλλά δεν νομίζω να χαίρεται ιδιαίτερα για την παρουσία μου. Σαν σκυλί οριοθετεί την περιοχή της τη στιγμή, που ο Αιμίλιος προχωρά, δίνοντας ζωή στις λέξεις μου. Το έχουν πει το κείμενο ξανά και ξανά σαν παιδιά που πάνε για εξεταστική την επομένη. Σήμερα όμως δεν είναι εξετάσεις. Η γυναίκα, η σκιά, ο Αλέξης και ο Νίκος σήμερα βγαίνουν από το κουκούλι τους. Παράξενες πεταλούδες, που στοιχειώνουν τη σιωπή και το σκοτάδι. Τις νοιώθω στα χέρια μου να παίζουν και χαμογελώ με την πλάτη γυρισμένη σε κείνους.

Ήρθα για να μείνω και τώρα το νοιώθετε. Αγγίζω το κορμί του Αιμίλιου και αισθάνομαι την έντασή του. Μ’ αγγίζει η Μαρία και νοιώθω την ανάγκη της, να με υποτάξει σ’ ένα στημένο παιχνίδι, που ακόμα αγνοεί. Μα δεν κερδίζεις την παρτίδα αν κάποιος άλλος πρόλαβε να σημαδέψει την τράπουλα. Γλυκιά μου τόσες φωτογραφίσεις, παραστάσεις, διθυραμβικές κριτικές και τώρα στέκεις παγιδευμένη, ανήμπορη στον ιστό μου. Όσο παλεύεις, τόσο σε σφίγγω περισσότερο στα δεσμά μου. Με μισείς. Το βλέπω. Γίνεσαι μια σκιά και μετά σβήνεις στο φως.

Αιμίλιε, πήρες ένα καινούριο κουβαδάκι και παίζεις σε ξένη παραλία. Και το απολαμβάνεις όπως κάθε ζαβολιά σου. Έχουμε πρεμιέρα απόψε. Διαλέγω χρώματα να σε γδύσω. Σκαλίζω το πάθος σου και χτυπάω αλύπητα τη συνήθεια σου σαν ξύλο μισοκαμμένο. Τα χω ξεφυλλίσει τα βιβλία σου, έχω δει τις παραστάσεις σου και τώρα καιροφυλακτώ να δω την ψυχή σου σαν την γάτα που περιμένει να ξεμυτίσει το ποντίκι. Σε έβλεπα ώρες να συλλαβίζεις λέξεις ξένες. Βαρβαρικές. Την ώρα που διάλεξες να μείνεις, διάλεξες να συλλαβίσω τα όνειρα και τους εφιάλτες σου. Αλλάζω παραγράφους, βάζω κόμματα και τελείες στις ανάσες σου και ψάχνω την σπίθα σου, που θα βάλει στο έργο φωτιά. Παίζουμε ρώσικη ρουλέτα αλλά δεν το ξέρεις ότι δεν υπάρχει σφαίρα στη θαλάμη. Τουλάχιστον όχι απόψε.

Από την ένταση έχασαν τα λόγια. Κοιτάζω τον Λημνιό. Με κοιτά κατάματα, ανέκφραστος. Με υποψιάζεται. Πρέπει να σταματήσω. Λέω την πρόταση που ξέχασαν και κατεβαίνω από τη σκηνή. Ο Λημνιός ανάβει όλα τα φώτα αμέσως για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα.

-Μία βοηθός σκηνοθέτη οφείλει να γνωρίζει το κείμενο ακόμα και αν κάνει φασαρία στην πρώτη πρόβα, είπα και κατευθύνθηκα προς τα πράγματά μου. Ευχαριστώ για την παρέα στη σκηνή και Χρήστο, ευχαριστώ για τα φώτα. Δεν θα γινόταν τίποτα χωρίς εσένα. Αν το βλέμμα της Μαρίας ήταν μαχαίρι ο Λημνιός θα ήταν τώρα νεκρός, ακαριαία. Θα τα πούμε αύριο στην πρόβα ξανά. Πήρα τα πράγματα μου και προσπάθησα να το σκάσω όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπώς.

-Πώς βρέθηκες στην παράσταση; Ρώτησε η Μαρία

-Το ευχήθηκα την ώρα που έσβηνα μια αγκαλιά κεριά στην τούρτα γενεθλίων μου, της απάντησα

-Αυτό δεν είναι απάντηση, μου είπε εκνευρισμένα.

-Απόψε τουλάχιστον δεν έχω άλλη να σου δώσω, είπα και βγήκα από το θέατρο.

Ξεκίνησα να περπατώ στο πεζοδρόμιο. Δεν είχα όρεξη να πάω σπίτι. Έπρεπε να εκτονώσω όλη την υπερένταση. Περπατούσα και σκεφτόμουν πόσο σιχαινόμουν το περπάτημα, τι διορθώσεις ήθελε το κείμενο, τα φώτα, που θα έβαζε ο σκηνοθέτης, τη συμφωνία με τον θεατρικό επιχειρηματία, τα λεφτά κάτω από το τραπέζι και το συμβόλαιο σιωπής. Ομερτά. Δεν έπρεπε να το σπάσω. Αν η Μαρία δεν έκοβε το σκοινί απόψε, αν δεν διάλεγα να πέσω, ίσως να υποψιάζονταν κάτι. Όχι, δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Ήμασταν ακόμα στην αρχή. Το έργο πρέπει να ανέβει ανεμπόδιστο. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να ξαναδουλέψω το κείμενο. Οι λέξεις βούιζαν στο κεφάλι μου. Σαν διαλυμένο puzzle, που έπρεπε να το φτιάξω από την αρχή.

Ξαφνικά άκουσα ένα κορνάρισμα. Παραλίγο να περάσω το δρόμο αφηρημένη. Ένα αυτοκίνητο φρενάρισε μπροστά μου και ο οδηγός άρχισε να με βρίζει. Κατέβασα το κεφάλι και έκανα στροφή 180 μοιρών. Ήμουν χαμένη στις λέξεις μου. Το κείμενο έπρεπε να αλλάξει. Αλλά πώς; Άκουσα κόρνα πίσω μου. Γύρισα έτοιμη να ακούσω και άλλα. Είδα ένα άτομο με κράνος να στέκεται στη μηχανή. Λάθος έκανε, σκέφτηκα και γύρισα την πλάτη μου. Ξαφνικά άκουσα να με φωνάζουν. Γύρισα και πάλι και είδα τον Λημνιό να έχει βγάλει το κράνος.

-Άχρηστη! Έτσι όπως πας θα σκοτωθείς πριν προλάβουν να σε διώξουν. Έλα να σε πάω εγώ όπου θες, αν και θα προτιμούσα να πηγαίναμε για κανένα ποτό. Τι λες;

-Σπίτι μου από το πρώτο κιόλας βράδυ της γνωριμίας μας; Δε λέει. Δεν πρόλαβα να ξυριστώ και έχω τα άπλυτα στο σαλόνι. Άφησε το ρομαντισμό να κάνει την σχέση μας να ανθίσει, του είπα χαμογελώντας.

-Ανέβα να πάμε για ποτό. Κερνάς εσύ.

-Πάντα ιππότης, είπα, υποκλίθηκα και ανέβηκα στην μηχανή. Εγώ κερνάω αλλά εσύ οδηγείς. Οπότε το αλκοόλ για μένα και πορτοκαλάδα για σένα. Αν φτάσουμε στο κέφι, θα σου παραγγείλω και με ανθρακικό.

-Αν φτάσεις και μπορείς να παραγγείλεις, μου απάντησε και σανίδωσε τη μηχανή.

Δεν ξέρω πόσην ώρα κάναμε να φτάσουμε στο bar αλλά εγώ είχα ξεπαγιάσει και νόμιζα ότι τα δάχτυλά μου θα πέφτανε αν κάποιος μου έσφιγγε το χέρι. Ο Χρήστος το κατάλαβε και χαμογελώντας με αγκάλιασε και σηκωτή σχεδόν με έβαλε μέσα στο bar παραγγέλνοντας ποτά και για τους δύο. Η μουσική ήταν εκκωφαντική για τα γούστα μου και συκοφαντική για τη σοβαροφάνειά μου. Την ώρα, που τον είδα να μου χαμογελά, σκέφτηκα έντρομη ότι το επόμενο βήμα, θα ήταν σίγουρα μπουζούκια. Κοίταξα το ποτό μου. Ήμουν τυχερή. Δύο μόνο ποτά ήταν αρκετά. Κατέβασα μονορούφι το πρώτο και καθώς έβγαζα το μπουφάν μου είδα έναν άντρα να πλησιάζει αποφασιστικά προς το μέρος μας. Εδώ το ξυλόπνευμα πρέπει να είναι εκπληκτικό καθώς εγώ το πίνω τους άλλους μεθά. Ο άντρας πλησίαζε, με προσπέρασε και φίλησε τον Λημνιό στο στόμα. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να παραγγείλω ακόμη ένα. Ο Λημνιός μου έκανε νόημα ότι θα ξανάρθει και χάθηκε στο πλήθος με τον δικό του. Ήταν η ώρα μου για την ηρωική μου έξοδο. Πλήρωσα και βγήκα έξω.

Δεν είχα ιδέα που βρισκόμουν. Ούτε τι ώρα ήταν. Κοίταξα το κινητό μου. Θα σας γελάσω για την ώρα. Μετά από 2 ποτά οι αριθμοί χόρευαν μπροστά στα μάτια μου. Ευτυχώς όχι και τα χρώματα καθώς ένα ταξί σταμάτησε δίπλα μου. Τραύλισα την διεύθυνσή μου και σύντομα ήμουν σπίτι μου. Ξάπλωσα με τα ρούχα και πριν το καταλάβω αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα με έναν τρομερό πονοκέφαλο. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Είχα ενοχές που παράτησα τον Χρήστο αλλά έλεγα στον εαυτό μου ότι βρήκε καλύτερη παρέα. Κοίταξα το ρολόι. Είχα σαπίσει στον ύπνο. Θα αργούσα για την πρόβα. Πέταξα τα ρούχα στο πάτωμα και χώθηκα στο μπάνιο. Έπλυνα τα δόντια μου, ντύθηκα, έβαλα μια σοκολάτα στην τσάντα μου και βγήκα από το σπίτι μου με το σκονάκι μου για τις συγκοινωνίες. Μετά από μία μικρή περιπλάνηση και 2-3 λάθος στάσεις κατόρθωσα να φτάσω εγκαίρως στο θέατρο. Μετά τον Λημνιό αλλά πριν τους ηθοποιούς.

Τον πλησίασα με τη σοκολάτα στο χέρι.

-Με έφτυσες χτες, μου είπε. Σου είπα να με περιμένεις και μόλις γύρισα την πλάτη μου, το έβαλες στα πόδια. Φρικάρισες, είπε και άνοιξε τη σοκολάτα και άρχισε να την καταβροχθίζει.

- Αυτή είναι σοβαρή κατηγορία. Ζητώ την έννομη διορία να απολογηθώ.

- Τουλάχιστον πλήρωσες τα ποτά!

Κρύφτηκα στα πίσω καθίσματα. Δεν είχα όρεξη για συζήτηση, το κεφάλι μου πονούσε και δεν είχα καμία διάθεση να παρακολουθήσω την πρόβα. Σε λίγο μπήκαν οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης. Παρατάχθηκαν και όλοι έδιναν χρήματα στον Λημνιό. Σε λίγο ήρθε ακόμα ένας νεαρός που δεν είχα δει την προηγούμενη στην πρόβα με τους καφέδες. Αφού μοίρασε τους καφέδες στους άλλους πρώτα άφησε τον τελευταίο τον Λημνιό. Ο Χρήστος έβγαλε ένα ποσό και του το έδωσε. Ο νεαρός τα πήρε γύρισε και μου χαμογέλασε. Ήταν ο νεαρός που φίλησε τον Λημνιό το προηγούμενο βράδυ. Ήμουν ένα στοίχημα. Κέρδισαν και εγώ έχασα. Προφανώς έβαλαν στοίχημα με τον Λημνιό για το αν θα κατάφερνε να με φρικάρει. Και το κάθαρμα τα κατάφερε.

Με πιασαν τα γέλια. Ήταν μία όμορφη μέρα. Γιατί έμενα κλεισμένη εκεί μέσα; Έστειλα ένα φιλί στον αέρα στον Λημνιό, πήρα τα πράγματα και εξαφανίστηκα. Άραξα με το λαπτοπ στην πλατεία και γράφω ιστορίες με καφέ και τσιγάρο. Μάλλον είναι ώρα να το κλείσω και να πάω μια βόλτα….

.........

Χώθηκα σε ένα βιβλιοπωλείο. Κρύφτηκα στο πιο ήσυχο τμήμα. Περνούσα ανάμεσα στα παραταγμένα βιβλία. Ησυχία. Μια τεράστια βιβλιοθήκη, στέρφα. Βλέπω τους ανθρώπους να αγοράζουν βιβλία, να τα ξεφυλλίζουν και να φεύγουν ήσυχα όπως είχαν έρθει. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί. Διάλεξα ένα βιβλίο, το πήρα και βγήκα στο δρόμο. Το κείμενο αντιστεκόταν, δεν με άφηνε να το αλλάξω. Χάζευα με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή αλλά η λευκή οθόνη στεκόταν απέναντι μου απτόητη. Δοκίμασα τετράδιο, κόλλες Α4 από τον εκτυπωτή αλλά τίποτα. Λίγο πριν αρχίσω τα graffiti στους τοίχους του σπιτιού, αποφάσισα να φυγομαχήσω.

Μάζεψα τα ρούχα, πακετάρισα τα πράγματά μου, πλήρωσα τους λογαριασμούς και έψαχνα έναν λόγο ουσίας να παραμείνω στις πρόβες. Έφυγα από μία πρόβα, δεν πήγα καν στην επόμενη. Ήταν φανερό δεν με ήθελαν εκεί. Είχα κουραστεί να παλεύω. Το έργο θα ανέβαινε. Και θα κατέβαινε σε μία εβδομάδα με εξαιρετική επιτυχία. Αγόρασα έναν οδηγό και έψαξα τις παραστάσεις, που παιζόταν εκείνη την περίοδο. Απόψε θα πήγαινα θέατρο.

Φοβόμουν να γυρίσω στο σπίτι. Έτσι αποφάσισα να συνεχίσω τις

βόλτες. Κάθισα σε μια καφετέρια, παρήγγειλα καφέ και κρύφτηκα πίσω από ένα περιοδικό

-Πάω στοίχημα ότι έχεις το τηλέφωνο κλειστό ακόμα και τώρα που δεν περιμένεις από κανέναν τηλέφωνο, άκουσα μια φωνή πίσω μου και ένοιωσα ένα ζευγάρι χέρια στην πλάτη μου. Γύρισα ξαφνιασμένη και είδα τον Λημνιό πίσω μου. Η προθεσμία σου έληξε και ήρθε η ώρα σου… να απολογηθείς. Είπε και πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα μου.

-Φεύγω. Μάζεψα τα πράγματα και σκοτώνω τις τελευταίες μέρες, που έχω πληρώσει το νοίκι.

-Μια πλάκα είπαμε να σου κάνουμε. Αν ήξεραν ότι αρκούσε για να φύγεις θα με είχαν πληρώσει όσο-όσο για να το’ χαμε κάνει από την πρώτη μέρα.

-Πιστεύεις ότι για αυτό φεύγω;

-Εξέπληξε με! Πες μου μια καλύτερη δικαιολογία!

-Βαρέθηκα…

-Λες ψέματα, κανένας δεν βαριέται τόσο νωρίς και από την άλλη δεν έκανα ακόμα την παρωδία μου για να τρομοκρατηθείς. Μήπως θέλεις και συ ένα φιλί για να ξυπνήσεις ωραία κοιμωμένη; Αν δεν υπερασπιστείς εσύ αυτό που έγραψες, μην περιμένεις να το κάνουν άλλοι για σένα.

Η πρώτη σφαίρα μπήκε στη θαλάμη. Το όπλο σημάδευε εμένα. Πυροβόλησε αλλά δεν ήταν η θαλάμη με την σφαίρα. Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το τραπέζι πια μέχρι η σφαίρα να διαλέξει τον στόχο της.

Ο Λημνιός έγραψε σε ένα χαρτί το τηλέφωνό του και το άφησε στο τραπέζι.

-Τηλεφώνησέ μου. Εκτελούνται μετακομίσεις. Η βλακεία καταμετράται παρουσία του πελάτη. Σεξουαλικές χάρες χρεώνονται εξτρά.

Τον έβλεπα να φεύγει. Γύρισα σπίτι και άδειασα τις βαλίτσες. Είχα και άλλες σφαίρες φυλαγμένες. Το παιχνίδι πρέπει να αποκτήσει ενδιαφέρον ξανά και οι παίκτες έπαιρναν ο ένας μετά τον άλλον την θέση τους στο τραπέζι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: