Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2008

*Knock*….*knock*

Τι θα γινόταν αν για μια στιγμή μόνο το ρολόι σκάλωνε; Αν έχανε μόνο ένα μικρό τικ; Ένα τόσο δα δευτερόλεπτο; Μια μικρή τρικλοποδιά, λιγότερο, από όσο χρόνο θέλει να πέσει το ποτήρι στο πάτωμα, σκεφτόμουν καθώς άφηνα το ποτήρι, που κρατούσα στο χέρι να πέσει στο πάτωμα. Σήμερα δεν είχαμε πρόβα στο θέατρο. Πώς γεμίζεις μία μέρα, όταν δεν έχεις μια δικαιολογία να κρυφτείς;

Ξεκίνησα να μαζεύω τα θρύψαλα του ποτηριού από το πάτωμα, κοιτώντας την πόρτα. Ο Αιμίλιος δεν θα ερχόταν ξανά. Είχαμε σχεδιάσει με τον Χρήστο ξανά και ξανά τρόπους για να με αφήσει. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Τόσο απλό. Δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει, ούτε καν να με ξανακοιτάξει. Τότε εγώ γιατί ένοιωθα τόσο άδεια; Γιατί κοίταζα την πόρτα, δίχως να υπάρχει τίποτα από πίσω;

Σηκώθηκα και έκλεισα τα παραθυρόφυλλα. Με ενοχλούσε το φως. Αδιάκριτο και επίμονο ζητούσε απαντήσεις, που δεν είχα να δώσω. Έκρυψα τα ρολόγια και κάθισα στο πάτωμα. Άναψα τσιγάρο και κοιτούσα την πόρτα. Έπρεπε να μαζέψω τα πράγματά μου και να φύγω. Ο κύκλος έκλεισε. Η προετοιμασία της παράστασης τελείωνε, εγώ είχα στα χέρια μου την καινούρια μου ιστορία, οι αιτήσεις και τα βιογραφικά με περίμεναν στο τραπέζι. Δεν μπορούσα και κατά βάθος δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Ήθελα μόνο να μείνω εκεί, να κοιτάζω εκείνη την πόρτα, περιμένοντας να ανοίξει. Κατά βάθος όμως δεν ήθελα να ανοίξει. Ήμουν ασφαλής κρυμμένη πίσω της. Κοίταζα τα κλειδιά να κρέμονται στην κλειδαριά.

Δεν ζήτησε κανένας κλειδί. Κανένας δε θέλησε να μπαίνει σ’ αυτή ζωή, έτσι αδιάκριτα όπως μπαίνει τώρα το φως από τις σχισμές των παραθύρων. Στο χέρι μου κρατάω τα κλειδιά από το παλιό σπίτι. Το διαμέρισμα φαντάζει πια σαν δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου. Ήρθε η ώρα να φύγω. Σηκώνομαι και ανοίγω διάπλατα τις ντουλάπες. Για μια στιγμή στέκομαι και τις κοιτάζω άπρακτη. Ξαφνικά αρχίζω να αρπάζω τα πράγματα και να τα πετάω με μανία έξω. Τα μισώ αυτά τα ρούχα. Μου θυμίζουν στιγμές, που είναι πια παρελθόν.

Ονειρεύτηκαν, περπάτησαν ανάμεσα στο φως και τη σκιά, αγαπήθηκαν και τώρα πρέπει να επιστρέψουν στη σιωπή. Τα σκορπίζω δεξιά και αριστερά. Πάω στην κουζίνα και παίρνω τις σακούλες των σκουπιδιών. Αρχίζω να χώνω μέσα τη ζωή, που δεν μπορώ να πάρω μαζί μου. Αδειάζω τα κομοδίνα, τα τραπέζια, οτιδήποτε βρίσκεται μπροστά μου και στοιβάζω τις μαύρες σακούλες τη μία δίπλα στην άλλη. Στο τέλος βρίσκω τις βαλίτσες και αρχίζω να τις κλωτσάω μέσα στο σπίτι. Εκείνη την ώρα συνειδητοποιώ ότι κτυπάει το κουδούνι. Σταματάω τη φασαρία. Αν κάνω ησυχία μπορεί να σωπάσει το κουδούνι. Σταματά και αρχίζει να χτυπά την πόρτα.

-Άχρηστη! Το ξέρω ότι είσαι μέσα! Άνοιξε!

Ο Χρήστος. Δεν θέλω να του ανοίξω.

-Άνοιξε! Ο Αιμίλιος αποχώρησε από την παράσταση.

Πήγα να ανοίξω την πόρτα τρέχοντας.

-Σκέφτηκα ότι το «Σουσάμι άνοιξε» δεν θα έπιανε και είπα να το κάνω λίγο πιο δραματικό, είπε μπαίνοντας μέσα.

-Πλάκα έκανες; Ρώτησα μαζεύοντας τις βαλίτσες.

-Και βέβαια έκανα πλάκα αλλά είμαι σίγουρος ότι θα μου πεις όλα τα επεισόδια, που έχω χάσει και θα έκαναν τον Αιμίλιο να φύγει από την παράσταση.

Πηγαίνοντας προς την κουζίνα, είδε τις σακούλες των σκουπιδιών και άρχισε να τις αδειάζει. Άνοιξε το κινητό και κάλεσε έναν αριθμό.

-Έλα, μην με περιμένετε απόψε. Άκυρο. Έχω να κάνω πατώματα σήμερα. Ναι, έκτακτο περιστατικό. Καταμέτρηση απωλειών, ανταλλαγή αιχμαλώτων και φυσικά να κλάψουμε τον μακαρίτη. Θα τα πούμε αύριο. Προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα.

-…Μπορεί και μεθαύριο. Υπήρξαν παράπλευρες απώλειες. Μόνο το wc τη γλύτωσε και αυτό γιατί υπήρξε έγκαιρη παρέμβαση. Πρέπει να κλείσω τώρα. Τα λέμε.

Έκλεισε το τηλέφωνο και επέστρεψε στο σαλόνι. Κάθισε στον καναπέ, απενεργοποίησε το κινητό και το άφησε στο τραπέζι.

-Τι έγινε εδώ μέσα;

Καθόμουν στο πάτωμα, με τον τασούλη δίπλα μου σε μιαν άκρη δίχως να γυρίζω να τον κοιτάξω.

-Ήρθε ο Αιμίλιος; Τσακωθήκατε; Έγινε κάτι;

Άναψα τσιγάρο ανέκφραστη. Δεν είχα όρεξη να του πω τίποτα. Ο Χρήστος ενεργοποίησε ξανά το κινητό και σχημάτισε έναν αριθμό. Το τηλέφωνο καλούσε, όταν το σήκωσε μετά από ώρα ο Χρήστος φάνηκε ξαφνιασμένος.

-Καλημέρα Μαρία. Εδώ Χρήστος. Είσαι καλά; Ο Αιμίλιος, πού είναι;… Δεν μπορεί να μιλήσει; Καλά δεν πειράζει. Να τον πάρω αργότερα;… Όχι; Καλά δεν ήταν τίποτα σημαντικό, μια χάρη ήθελα για κάποιον γνωστό μου. Θα τα πούμε αύριο στο θέατρο. Γεια.

Ο Αιμίλιος δεν σηκώνει τηλέφωνο και έβαλε αντιπρόσωπο. Ό,τι και να ‘γινε δεν ήταν για καλό. Τι θα κάνουμε τώρα θα παίξουμε τον Μουγγοθόδωρο ή τις δέκα ερωτήσεις; Έμαθε κορίτσι μου ότι είσαι έγκυος;

-Όχι.

-Προφανώς η Μαρία βόσκει στα χαμομήλια και δεν έχει πάρει τίποτα γραμμή. Τι έγινε λοιπόν;

- Ο Αιμίλιος έμαθε ότι έγραψα εγώ το έργο.

- Σιγά τον Κολόμβο που ανακάλυψε την Αμερική. Τον ξέρω τον Αιμίλιο δεν θα γινόταν τέτοιος χαμός γιατί κοιμήθηκε με την συγγραφέα του έργου. Έχει πέσει και χαμηλότερα. Λέγε τι άλλο πήγες και έκανες.

- Διάβασε στον υπολογιστή ακόμα ένα κείμενο.

- Είπαμε να ξυπνήσει η συγγραφέας μέσα σου, εσένα όμως βρικολάκιασε παιδάκι μου. Τόσο χάλια ήταν το νέο σου πόνημα;

- Η νέα ιστορία ήταν ο Αιμίλιος.

- Δεν κατάλαβα. Πώς είπατε; Πόσο βλάκας είπαμε κυρία μου πως είστε;

- Ξεκίνησα μια νέα ιστορία. Έγραφα την ιστορία με τον Αιμίλιο. Και δεν ήταν ημερολόγιο.

- Και την ιστορία αυτήν την διάβασε ο Αιμίλιος;

- Δεν χρειάστηκε να τη διαβάσει όλη. Αλλά κατάλαβε. Τσακωθήκαμε και έφυγε.

- Είπαμε να τον κάνεις να σε παρατήσει αλλά δεν χρειαζόταν να το στήσεις όλο αυτό, θα βρίσκαμε κάτι λιγότερο θεαματικό.

Δεν είχα όρεξη να μιλήσω. Σηκώθηκα και άνοιξα τα παραθυρόφυλλα. Ο Χρήστος σηκώθηκε και άνοιξε τον υπολογιστή. Κάθισα στη βεράντα. Είχε δροσιά.

Σκέφτηκα ξανά το ρολόι. Ο ήλιος έπεφτε. Ο Χρήστος προφανώς διάβαζε τα αρχεία στον υπολογιστή και για αυτό δεν μιλούσε. Σήκωσα το κεφάλι στον ουρανό και έκλεισα τα μάτια. Κάτι σκάλωσε, στην ψυχή μου και παλεύει να ξεφύγει δίχως να κάνει τα σωθικά μου πουλόβερ.

Ένοιωσα μια σκιά δίπλα μου και άνοιξα τα μάτια. Ήταν ο Χρήστος. Με κοίταζε ανέκφραστος, απόμακρος. Έκλεισα τα μάτια πάλι. Σε λίγο άκουσα την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει με δύναμη πίσω του. Σηκώθηκα και πήγα στα κάγκελα του μπαλκονιού. Είδα τον Χρήστο να κατεβαίνει βιαστικός στο πεζοδρόμιο και να διασχίζει το δρόμο για να περάσει στο απέναντι ρεύμα, που είχε παρκάρει τη μηχανή.

Μια αδιόρατη διαίσθηση, ένα ρολόι που σκάλωσε και μέτρησε το ίδιο δευτερόλεπτο δεύτερη φορά. Ένα αυτοκίνητο, που πέρασε με ταχύτητα. Τικ… Ο Χρήστος στον αέρα και αμέσως μετά στη μέση του δρόμου… Τικ… Το αυτοκίνητο χάθηκε γρήγορα σε μία διασταύρωση παρακάτω. Τακ… Πράγματα σκορπισμένα παντού, αυτοκίνητα σταματημένα. Ορμάω στο σπίτι και αρπάζω το κινητό. Ανοίγω την πόρτα και ενεργοποιώ το κινητό κατεβαίνοντας τρέχοντας τα σκαλιά. Καλώ το 166, μου απαντούν καθώς βγαίνω από την πολυκατοικία

- Άννα Πάντου, ιατρός. Σημειώθηκε τροχαίο ατύχημα στην οδό Περικλέους 22 στο Μαρούσι. Παράσυρση πεζού. Ένας άντρας 30 ετών.

Πλησίασα τον Χρήστο. Του φώναξα να δω αν ακούει. Δεν απάντησε.

-Δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Στείλτε το ασθενοφόρο το γρηγορότερο δυνατόν.

Έκλεισα το τηλέφωνο και γονάτισα δίπλα στον Χρήστο. Του ξαναφώναξα.

-Χρήστο μ’ ακούς; Αν ακούς άνοιξε τα μάτια σου.

Ο Χρήστος μούγκρισε από τον πόνο και μισάνοιξε τα μάτια του.

- Χρήστο ξέρεις πού είσαι τώρα;

Προσπάθησε να κουνηθεί μουγκρίζοντας από τον πόνο.

- Μην κινείσαι. Μείνε όπως είσαι. Άνοιξε τα μάτια σου. Έρχεται

ασθενοφόρο.

Με έναν γρήγορο απολογισμό ο Χρήστος είχε κάποια στοιχειώδη επικοινωνία με το περιβάλλον, ένα τουλάχιστον συντριπτικό κάταγμα αντιβραχίου, θλαστικά τραύματα και εγκαύματα τριβής.

- Χρήστο άνοιξε τα μάτια σου τώρα αλλιώς θα σου δώσω το τελευταίο σου γλωσσόφιλο πριν εγκαταλείψεις τα εγκόσμια.

Άνοιξε τα μάτια με ένα μορφασμό πόνου και αηδίας. Ευτυχώς δεν είχε ανισοκορία. Προσπάθησα να πιάσω το σφυγμό του ενώ τον πλησίασα για να ελέγξω την ανάσα του.

-Τι γιατρός είσαι; Με ρώτησε

- Γυναικολόγος. Την πάτησες φίλε μου. Μην κλείσεις τα μάτια. Είμαι επικίνδυνη.

Ήταν ταχυκαρδικός. Πού στην ευχή ήταν το ασθενοφόρο; Τα αυτοκίνητα είχαν σταματήσει και είχαν μπλοκάρει την κυκλοφορία. Ο κόσμος είχε αρχίσει και μαζεύονταν σαν τα κοράκια. Ζαλίστηκα. Κάθισα στην άσφαλτο. Ένας ήταν αρκετός, δεν χρειαζόταν και δεύτερος. Πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα να μιλάω στον Χρήστο ενώ ψηλαφούσα τις κλείδες και στη συνέχεια τον θώρακα.

- Τι μέρα είναι σήμερα;

- Κακή, ψυχρή και ανάποδη!

Είχε 2 τουλάχιστον σπασμένα πλευρά αριστερά. Λεκάνη, μηριαία, κνήμη, περόνη εντάξει.

- Πού βρίσκεσαι;

- Παράτα με! Πονάω!

- Πού πονάς;

- Παντού;

Πού ήταν το ασθενοφόρο; Τικ…. Τικ…. Άκουσα σειρήνα

Ασθενοφόρου. Δόξα τω θεώ. Το ασθενοφόρο πλησίασε, οι διασώστες κατέβηκαν και έβγαλαν τη σκούπα. Τον έβαλαν επάνω και τον οδήγησαν στο ασθενοφόρο. Μάζεψα τα πράγματά του από το δρόμο και πλησίασα την πόρτα του ασθενοφόρου.

- Μπορώ να έρθω μαζί σας; Είμαι ιατρός και σύνοδος του κυρίου.

Να ‘ναι καλά τα παιδιά, δεν μου αρνήθηκαν και βρέθηκα ξανά σε ένα ασθενοφόρο να μετράω αντίστροφα μέχρι το νοσοκομείο. Ο Χρήστος έκλεισε τα μάτια του.

- Δεν είναι ώρα για ύπνο, του είπα. Άνοιξε τα μάτια σου.

Ο διασώστης πήρε μία πίεση. Τα πράγματα δεν ήταν καλά. Έκανε

Νόημα στον οδηγό να βιαστεί. Τρέχαμε μέσα στην κίνηση. Κολλούσαμε πίσω από αυτοκίνητα που αδιαφορούσαν για τις σειρήνες, προσπερνούσαμε κορνάροντας αυτοκίνητα και παραβιάζαμε κόκκινους σηματοδότες. Ο Χρήστος έπεφτε γρήγορα. Ευτυχώς φτάσαμε στο νοσοκομείο όσο αντιδρούσε ακόμα στα ερεθίσματα.

Το ασθενοφόρο σταμάτησε μπροστά στην είσοδο των εκτάκτων περιστατικών του νοσοκομείου που εφημέρευε. Τον κατέβασαν με το φορείο όπως ήταν στην σκούπα και τον μετέφεραν στο ιατρείο των εκτάκτων. Πήγα να μπω πίσω του μα με διώξαν έξω.

-Είμαι γιατρός, είπα αλλά δεν μου έδωσε κανένας σημασία.

Σε λίγο βγήκε ένας ειδικευόμενος και με ρώταγε τα στοιχεία του Χρήστου. Τα έδωσα και χάθηκε μέσα στο ιατρείο πάλι για να βγει ένας νοσηλευτής με τα φιαλίδια για τα εργαστηριακά τρέχοντας. Ένοιωσα μια σουβλιά στην κοιλιά και γονάτισα. Κοίταζα την πόρτα ακίνητη από το πάτωμα και μάντευα τι κάνουν μέσα. Βάζουν φλέβες, ειδοποιούν επιμελητές, πίεση, ορούς, κλινική εξέταση, συνεννόηση για υπέρηχο και αξονική.

Βλέπω τα πόδια μιας νοσοκόμας.

-Πρέπει να φύγετε μου λέει. Εμποδίζετε.

Την κοιτάζω και δίχως να πω τίποτα προσπαθώ να σηκωθώ. Μια δεύτερη σουβλιά και γονατίζω πάλι.

-Είστε καλά; με ρωτά.

- Ναι

-Χτυπήσατε και εσείς;

Της γνέφω αρνητικά καθώς με βοηθά να σηκωθώ.

Καθώς κάθομαι στην καρέκλα, βλέπω τον Χρήστο στο φορείο με τον ορό να τον παίρνουν. Σηκώνομαι να τον ακολουθήσω. Πηγαίνουν για αξονική. Περιμένω από έξω. Κόσμος πηγαίνει και έρχεται βιαστικά χωρίς να με κοιτά. Σαν να μην υπάρχω. Δεν διασταυρώνονται τα βλέμματά μας για να μην ρωτήσω. Και εγώ δεν ρωτώ. Ξέρω. Και περιμένω.

Βγαίνουν οι γιατροί. Με τις άσπρες ποδιές. Φαντάζουν τόσο μακριά όλα αυτά.

-Δεν έχει κρανιοεγκεφαλική κάκωση, έχει ρήξη σπληνός και συντριπτικό κάταγμα δεξιού αντιβραχίου. Μπαίνουμε στο χειρουργείο για να κάνουμε σπληνεκτομή και στη συνέχεια θα φτιάξουν οι ορθοπεδικοί το χέρι.

Συγκατανεύω θετικά και τους ακολουθώ μέχρι την είσοδο του χειρουργείου. Παρακολουθώ την πόρτα να κλείνει πίσω τους. Κάθομαι στην καρέκλα. Παραδίπλα ένα τεράστιο ρολόι. Το βλέμμα μου το προσπερνά αδιάφορα και καρφώνομαι στην πόρτα ξανά.

Κάποια στιγμή ακούω ένα κινητό να χτυπά. Χτυπά ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι είναι το κινητό του Χρήστου και χτυπά μέσα στην τσάντα του. Το βγάζω και το ανοίγω δίχως να δω την κλήση.

- Έλα ρε Χρήστο, τι θέλεις και δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι την πρόβα;

Έβλεπα την πόρτα να λιώνει και να χάνεται.

- Ο Χρήστος δεν μπορεί να σου μιλήσει τώρα.

- Γιατί; Δώσ’ τον μου να του μιλήσω.

- Ένα αυτοκίνητο τον παρέσυρε και είναι στο χειρουργείο τώρα

στο ΚΑΤ.

- Αν είναι κανένα από τα αρρωστημένα αστεία σου θα…

Έκλεισα το τηλέφωνο και το απενεργοποίησα. Η πόρτα βρισκόταν

ακόμα εκεί. Έμπαινε και έβγαινε κόσμος από το χειρουργείο αλλά ο Χρήστος αργούσε. Έσφιξα τα πράγματά του πάνω μου. Μια νοσοκόμα μου έφερε τα πράγματά του σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Την άφησε δίπλα μου, υπέγραψα το πρωτόκολλο παραλαβής και σκεφτόμουν την έκφραση του όταν έφευγε. Αλλά δεν έφευγε, όχι τώρα.

Ένοιωσα ένα χέρι πάνω στον ώμο μου να με σκουντά. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα την Μαρία.

- Άννα είσαι καλά;

Έγνεψα παραιτημένη καταφατικά.

- Σου μιλάω τόσην ώρα και δεν με ακούς. Μήπως χτύπησες και

εσύ;

- Όχι.

- Πού είναι ο Χρήστος;

- Μέσα;

- Είναι βαριά;

- Όχι.

Έσκυψα το κεφάλι. Δεν ήθελα να συνεχίσω τη συζήτηση. Άκουσα

τον Αιμίλιο να τηλεφωνεί και να ενημερώνει τους υπόλοιπους της παράστασης για το ατύχημα του Χρήστου. Ο Χρήστος αργούσε ακόμα. Κάποια επιπλοκή είχε κάνει σίγουρα. Σε λίγο άρχισαν να καταφτάνουν οι υπόλοιποι της παράστασης. Άρχισαν να ψιθυρίζουν, να δείχνουν κατά το μέρος μου, και σταδιακά να συζητούν πιο δυνατά. Σε λίγο ήρθε ο σκηνοθέτης της παράστασης προς το μέρος μου.

- Ο Χρήστος χτυπήθηκε έξω από το σπίτι σου. Δεν ξέρω ακριβώς τι σχέση έχεις αλλά είμαι σίγουρη ότι εσύ ευθύνεσαι. Σήκω και φύγε τώρα πριν γίνει σκηνή.

Σηκώθηκα με τα πράγματα του Χρήστου στα χέρια μου.

- Άφησε τα και εξαφανίσου από εδώ.

Τα άφησα και κατευθύνθηκα προς το ασανσέρ. Εκείνη την ώρα

έβγαζαν τον Χρήστο από το χειρουργείο. Δεν ήταν διασωληνωμένος, είχε γίνει η εξωτερική οστεοσύνθεση. Τους είδα να με αγριοκοιτούν καθώς ακολουθούσαν το φορείο και κόσμος άρχισε να μαζεύεται. Βγήκα έξω από το νοσοκομείο. Είχε νυχτώσει.

Πήρα ένα ταξί και επέστρεψα σπίτι. Άδειασα τις σακούλες και ταχτοποίησα ξανά τα πράγματα στη θέση τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: