Τρίτη, Ιουλίου 01, 2008

Ένα τσιγάρο ακόμα και έρχομαι. στο υπόσχομαι...



Ξάπλωσα και κοίταζα τον Χρήστο, που προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από την οθόνη.

- Θέλεις να σου φτιάξω καφέ; Πρότεινε ο Αιμίλιος

- Μήπως υπάρχει και τίποτε άλλο που θα έπρεπε να μάθω; Τον

Ρώτησα δίχως να τον κοιτώ.

Πήρα το πακέτο του Χρήστου και άναψα τσιγάρο. Ο Λημνιός με κοίταξε, σηκώθηκε και επέστρεψε με ένα παυσίπονο και ένα ποτήρι νερό.

- Για ποιον ήρθες σήμερα Αιμίλιε εδώ; Για μένα; Για την Μαρία;

Για τον Στέφανο; Γιατί; Για να δεις αν θα πάω στην αστυνομία; Αν θα γίνει σκάνδαλο; Τι θέλεις από μένα Αιμίλιε; Ό,τι και αν γίνει από εδώ και εμπρός δεν σας αφορά. Πρέπει να φύγω. Θέλω να πάω σπίτι μου. Δόξα το Θεό είναι μικρό. Δεν χωρούν τα ψέματα που χωρούν εδώ.

Σηκώθηκα αλλά ο Χρήστος με έπιασε και με έβαλε πάλι στον

Καναπέ και κάθισε απέναντί μου, πάνω στο τραπεζάκι.

- Δεν έχεις να πας πουθενά. Όχι ακόμα. Μόλις ξεκουραστείς και

νοιώσεις καλύτερα θα σε πάω σπίτι.

- Δεν σας εμπιστεύομαι πια. Κανέναν σας. Το κεφάλι μου νομίζω

πως θα σπάσει.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό του Αιμίλιου.

Γύρισα και τον κοίταξα. Ο ήχος της κλήσεις ήταν της Μαρίας.

- Βιάζεται να μάθει τα νέα για τον αδερφούλη; Βρε δεν πάτε στο

διάολο όλοι! Είπα. Σηκώθηκα και πήγα στο υπνοδωμάτιο να πάρω τα πράγματά μου και να φύγω αλλά καθώς έμπαινα στο δωμάτιο ζαλίστηκα και αρπάχτηκα από την καρέκλα για να μην πέσω. Έχασα όμως την ισορροπία μου και έπεσα μαζί με την καρέκλα στο πάτωμα. Βούλιαξα στο πάτωμα σαν να ήταν μια σκοτεινή θάλασσα και ο πόνος έγινε ένα γλυκό μούδιασμα.

Ο Χρήστος και ο Αιμίλιος τσακίστηκαν να έρθουν. ήθελα να

Γελάσω, ήθελα να φύγω από εκεί. Σκόρπιζα σαν τον υδράργυρο που δραπετεύει από ένα σπασμένο θερμόμετρο.

Κάτω από το κρεβάτι μου φάνηκε ότι είδα ένα σπασμένο φτερό. Και τότε κατάλαβα. Σκίστηκε για λίγο ο χρόνος και πέρασα ανάμεσα.

Ο Αιμίλιος με γύρισε και μου μιλούσε.

Δεν ήθελα να τον δω. Δεν ήθελα να του μιλήσω. Γιατί δεν με αφήνει στην ησυχία μου; Αν απλώσω το χέρι θα σε φτάσω;

Με σήκωσε από το πάτωμα και με έβαλε στο κρεβάτι. Του έκανα νόημα ότι είμαι κουρασμένη και πως ήθελα να κοιμηθώ.


Με σκέπασε και ξάπλωσε δίπλα μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: