Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2008

Όταν σωπαίνεις... κάποιος πονά


Όταν ξύπνησα είχε νυχτώσει και ο Αιμίλιος είχε φύγει. Σηκώθηκα και ακολούθησα το φως στο διάδρομο. Ο Χρήστος ήταν στο δωμάτιό του και προσπαθούσε να αλλάξει τον επίδεσμο στο χέρι του. Δεν τα κατάφερνε και προσπαθούσε ξανά και ξανά. Τον πλησίασα και τον βοήθησα να το φτιάξει.

- Δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο o Αιμίλιος. Έπρεπε να

φύγει, μου είπε δίχως να με κοιτά στα μάτια.

- Καλά έκανε, απάντησα και προχώρησα προς το σαλόνι.

Είχα αφήσει το κινητό μου στο τραπεζάκι. Το ενεργοποίησα και

Τηλεφώνησα στον παραγωγό της παράστασης.

- Καλησπέρα. Είμαι η Άννα. Ο Στέφανος να φύγει από την

παράσταση. Κανόνισέ το… Δεν με νοιάζει, αν σε λίγες μέρες έχουμε πρεμιέρα. Καλύτερα να κατέβει η παράσταση παρά να ανέβει με αυτόν… Σου έδωσα το έργο, σου έδωσα τα χρήματα. Τακτοποίησε και αυτό το ζήτημα… Αν τον δω στην επόμενη πρόβα, θα ξεκινήσετε να μιλάτε με τον δικηγόρο μου… Θα χαρώ να δω ότι η επένδυσή μου απέβη κερδοφόρα πριν καν ανέβει η παράσταση.

Ο Λημνιός δεν μιλούσε. Έκλεισα το κινητό και το

απενεργοποίησα. Πήρα το πακέτο με τα τσιγάρα του και τον αναπτήρα και βγήκα στο μπαλκόνι.

- Ιουλιέτα, τη θυμάσαι την σκηνή του μπαλκονιού. Μην αρχίσεις

τους αυτοσχεδιασμούς. Πετάγομαι να πάρω τσιγάρα και έρχομαι.

- … «ήταν τα τελευταία του λόγια, εγγόνα μου. Τον ξαναείδα

όταν το στερνοπούλι μας έπαιρνε την απαλλαγή του από το στρατό, στα 53 του.». Θες να πας να δώσεις αναφορά. Μην καρφώνεσαι, απάντησα.

- Παρήγγειλε ό,τι αγαπάς και να με περιμένεις στο μπαλκόνι

γιατί θα έλθω για σε.

- … Και αυτό είναι απειλή.

Ο Λημνιός βγήκε και έμεινα μόνη μέσα στο σκοτάδι και την

ησυχία. Το κεφάλι μου πονούσε. Δεν ήθελα να δω το πρόσωπό μου τώρα. Θυμήθηκα τον Στέφανο. Άρχισα να φοβάμαι και πάλι. Οπισθοχώρησα και κάθισα στο πάτωμα. Ένα βουητό με περικύκλωνε ολοένα και πιο δυνατό. Ο πονοκέφαλος ήταν φρικτός. Θυμόμουν τον Στέφανο. Έκλεισα τα μάτια και προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Τις διακοπές με τον Αιμίλιο, την πρώτη μας βόλτα, την καρδιά του μωρού αλλά ο Στέφανος με προλάβαινε πάντα με άρπαζε και με πέταγε στο πεζοδρόμιο. Άρχισα να κλαίω με τα χέρια στα αυτιά μου για να μην τους ακούω. Να μην ακούω τα λόγια του Στέφανου, το ότι το ξέρανε και δεν κάνανε τίποτα για να μην ξανασυμβεί. Ένα εφιαλτικό καλειδοσκόπιο με κατάπιε. Ένοιωσα ένα ζευγάρι χέρια να με τραντάζουν και να με σηκώνουν από το πάτωμα. Ούρλιαξα. Άνοιξα τα μάτια. Ήταν ο Χρήστος. Είχε ανάψει όλα τα φώτα και προσπαθούσε να με ηρεμήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: