Σάββατο, Σεπτεμβρίου 06, 2008

Σταμάτα να μου μιλάς για θέατρο και έλα να παίξουμε



Η σχολή ήταν απίστευτα πληκτική. Δεν χωρούσα πουθενά. Ήταν λες και είχα πέσει από άλλον πλανήτη. Περιφερόμουνα στο πανεπιστήμιο μέχρι που είδα το θεατράκι. Ακουγόταν μουσική. Μπήκα. Ακόμα ένα μάθημα που θα πήγαινε άκλαφτο. Ένας διάδρομος κακοβαμένος, ένας άδειος χώρος με κερκίδες ξύλινες βαμμένες μπλε και ένα νησί ζωγραφισμένο στον τοίχο. Άνοιξα την πόρτα και τότε τον είδα. Ψηλός, μελαχρινός και αξύριστος. Με ένα τζιν και ένα λευκό μακό μπλουζάκι πάνω στη σκηνή να έχει απλώσει τα ξύλα και να τα κόβει για να φτιάξει σκηνικά. Όλη η ομάδα γύρω του και ο Νίκος να φτιάχνει τα φώτα ψηλά στο ηλεκτρολογείο. Έπεσα πάνω του την ώρα που κατέβαινε με την κονσόλα από την ξύλινη σκάλα. Μου χαμογέλασε. «Νίκος» «Άννα» είπα και ανέβηκα στις κερκίδες στις πίσω θέσεις. Ο Νίκος έβαλε την κονσόλα στις πρώτες κερκίδες και έλεγχε τους προβολείς που ήταν κατεβασμένοι στη σκηνή.
Η μουσική της lorena mckennit γέμιζε το χώρο και εγώ είχα μείνει καρφωμένη σε κείνον τον μελαχρινό, που έφτιαχνε απορροφημένος τα σκηνικά του. Σε κάποια στιγμή γύρισε και με κοίταξε, χαμογέλασε απαξιωτικά και συνέχισε να καρφώνει τα σκηνικά. Ο Νίκος έφερε μια σκάλα και άρχισε να ανεβάζει τους προβολείς και να τους στήνει στην κατάλληλη θέση σύμφωνα με το σχέδιο που είχε στο χέρι του. Δοκίμαζε την ένταση, τα φίλτρα και σημείωνε πάνω στο χαρτί. Εκείνος άρχισε να καρφώνει τα τελάρα στη σκηνή. «Εσύ θα γίνεις δικός μου» Μόνο αυτό σκέφτηκα και χάθηκα πάλι στο κορμί του. Δεν θα ήταν εύκολος αλλά και εγώ ήμουν αποφασισμένη.
«Τον Μάρκο κοιτάς;». Ο Νίκος είχε έρθει δίπλα μου, κρατώντας δύο αναψυκτικά στα χέρια του. Μου πρόσφερε το ένα και κάθισε δίπλα μου. «Φοιτητής στην πληροφορική και από ότι βλέπεις πιάνουν τα χέρια του. Ευτυχώς ήρθε ένας τεχνικός από το θέατρο της πόλης και μας έδειξε πώς φτιάχνονται και αμέσως το ‘πιασε και έκτοτε δεν σταμάτησε να φτιάχνει σκηνικά. Η ομάδα δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τον Μάρκο. Τσιγάρο;» Μου πρόσφερε από το πακέτο του αλλά έγνεψα αρνητικά. «Δεν καπνίζεις; Καλύτερα ακόμα αλλά δεν σε βλέπω να την παλεύεις εδώ πέρα αν μείνεις χωρίς τσιγάρο» Χαμογέλασε και κατέβηκε να συνεχίσει να φτιάχνει τα φώτα με το αναμμένο τσιγάρο στο χέρι. Τα παιδιά άρχισαν να παίρνουν θέσεις πάνω στη σκηνή. Ο Μάρκος πήγε δίπλα στην κονσόλα, πήρε κάποιες φωτοτυπίες ενώ ο Νίκος άλλαζε τον φωτισμό.
- Πράξη πρώτη, Ελένη στη θέση σου να δούμε το φωτισμό.
Ξεκίνα τα λόγια σου… Λευτέρη μπαίνεις, τα λόγια σου.
Ώστε ο Μάρκος ήταν ο σκηνοθέτης της παράστασης. Παρακολουθούσα την πρόβα σχεδόν χωρίς ανάσα. Έχασα την αίσθηση του χρόνου. Κάποια στιγμή μπήκε μία κοπέλα και κάθισε δίπλα στον Μάρκο. Τον αγκάλιασε ενώ εκείνος τραβήχτηκε και σηκώθηκε να ανέβει στη σκηνή για οδηγίες. «Δεν είναι μόνος» σκέφτηκα «Θα σε διεκδικήσω ψηλέ. Εμείς οι δυο δεν τελειώσαμε. Τώρα ξεκινάμε.». Η πρόβα τελείωσε και ο Μάρκος την άρπαξε εκεί που μίλαγε με τα παιδιά και τη φίλησε στο στόμα. Όπως τη γύριζε προς το μέρος του, τον είδα, που με κατάλαβε στο ημίφως να τον καρφώνω. Την έγειρε πίσω και έσκυψε πάνω της και τη φιλούσε μέχρι που την έσκασε. Σήκωσε αργά το κεφάλι του και με κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του με διαπέρασε σαν ηλεκτρισμός. Την σήκωσε, την πήρε από το χέρι, καληνύχτισε τα παιδιά και φύγανε.
«Υπάρχουν 2 ειδών γυναίκες» έλεγε αργότερα γελώντας «Οι όμορφες και οι πιστές. Η Άννα ανήκει στις πιστές». Ο αιώνιος Μάρκος. Εγώ χαμογελούσα πίσω από τα τεράστια γυαλιά μου, με τα στραβά μου δόντια. Το κουνέλι του. Έτσι με αποκαλούσε, όταν με τράβαγε από τα μαλλιά και με φιλούσε τις πλέον ανύποπτες στιγμές.
Εκείνο το βράδυ έφυγα από το θέατρο με ένα βιβλίο το «Πλάθοντας ένα ρόλο» του Στανισλάφσκι. Και με έπλασα. Από την αρχή. Πάνω σε μια σκηνή με έγδυσα και όταν τέλειωσε και αυτό, έγδυσα την ψυχή μου, το παρελθόν, το παρόν και τελευταία τη λογική. Έμαθα να διαλέγω τη μουσική, τα φώτα να φοράω τα μαύρα ρούχα για να έρχεται με ένα fade out και να μου τα βγάζει ένα-ένα. Τον άφησα να με σκηνοθετήσει, να μου δώσει ένα δεύτερο ρόλο για μήνες. Μέχρι που μια μέρα, αφού είχαμε κάνει έρωτα, μάζεψα τα πράγματά μου και του είπα.
- Ήταν η τελευταία φορά. Την επόμενη ή θα έχεις χωρίσει ή δεν
θα υπάρξει επόμενη.
Άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Μαλακίες έλεγα και το ήξερα. Και
να μην την χώριζε εγώ πάλι εκεί θα πήγαινα. Αλλά έπρεπε να παίξω και το τελευταίο μου χαρτί. Ευτυχώς είχε βαρεθεί την όλη κατάσταση και τα ψέματα στην άλλη και χώρισε. Ήμουν πιο υπάκουη. Μετά από λίγο συγκατοικήσαμε. Ο Μάρκος είχε βρει μια δουλειά για να μην ζητάει συνέχεια από τους δικούς του λεφτά και έλεγε στους φίλους του. «Μάζεψα λεφτά και θα έπαιρνα ή πλυντήριο ή video αλλά ήρθε η Άννα να μείνει μαζί μου και πήρα το video». Ο Μάρκος που γελούσε και δεν έλεγε ποτέ σ’ αγαπώ. Ο Μάρκος που έσφιγγα στην αγκαλιά μου τις νύχτες κλαίγοντας βουβά να μην τον ξυπνήσω.
Μαζί φτιάξαμε το θέατρο από την αρχή. Μαζί και ο Νίκος να πραγματοποιεί κάθε σχέδιο του Μάρκου. Αυτός ο άντρας ήταν το πιο κακομαθημένο παιδί του κόσμου και ο καλύτερος δημαγωγός από όλους. Τσακίζονταν όλοι να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες του, πιστεύοντας ακράδαντα ότι έκαναν αυτό που ήθελαν οι ίδιοι. Ο Μάρκος δεν μιλούσε πολύ. Καθόταν στο πιο αθέατο σημείο που μπορούσε όμως να ελέγχει τα πάντα. Μιλούσε πάντα στο τέλος αφού είχε ψυχολογήσει ανθρώπους και καταστάσεις και κατάφερνε πάντα να γίνεται το δικό του.
Βάψαμε το θέατρο μαύρο. Το αγαπημένο του χρώμα. Καρφώσαμε μαύρα πανιά γύρω από τη σκηνή γιατί τότε δεν είχαμε λεφτά να ράψουμε κουρτίνες και αρχίσαμε επιτέλους να βάζουμε σε μία τάξη το σκουπιδαριό, που λέγανε αρχείο. Έβαφα έναν κόσμο μαύρο και εσύ μου μάθαινες το φως. Διάβαζα ασταμάτητα βιβλία για το θέατρο και τότε αποφάσισες να ξεκινήσουμε θεατρικά παιχνίδια.
Σου αρνήθηκα ποτέ κάτι;

Δεν υπάρχουν σχόλια: