Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2008

Κατακόμβες


Καλώς σε βρήκα πόλη μου ακόμα μια φορά. Ήρεμη, παράξενη, ξένη μέσα στους γαλάζιους παραλλήλους σου. Εγώ εδώ ψηλά και εσύ αιώνες τώρα στο ίδιο μέρος. Τόσα χρόνια μέσα στα σπλάχνα σου και όμως δε σε γνώρισα ποτέ. Μεσημέρι καλοκαιριού και όμως από κάπου ακούγονται βροντές. Ηρέμισαν τώρα; Και εκεί κάτω θα αρχίσει η παράνοια, η επιστροφή στις εστίες ενός άναρχου στρατού. Μποτιλιάρισμα, φωνές, ιδρώτας σε μια χαρακιά αγχωμένου χρόνου.
Συννέφιασε και οι βροντές πισώπλατα να πλησιάζουν. Δικά τους είναι τούτα τα χώματα. Εγώ… στιγμές μόνο με θυμάμαι εδώ, μικρό καταπατητή μ’ έναν ψευδεπίγραφο εξοστρακισμό. Μικρή πόλη γαλάζια, με κόκκινα κεραμίδια να σκεπάζουν τις ιστορίες σου, με κίτρινα απογεύματα να τις τραγουδούν ανεβασμένα σε κλίμακες αλλιώτικες. Μικρή μου ερημιά, η πιο δικιά μου αγαπημένη. Άσπρη, μαύρη, σε Βορά και Νότο, δεν έχει σημασία. Περήφανη στα πλούτη σου, πρόστυχες στις οριακές χωματερές σου. Πόλη μιας άγνωστης επαρχίας ξαποσταίνεις στα χείλη μου και εγώ στη μοναξιά σου.
Βρέχει. Αργούν τα λόγια εδώ ψηλά. Αργούν σαν εκείνους, που αργούσαν πάντα. Έρχομαι και εγώ, σκιά σκοτεινή να κυλήσω στις φλέβες σου. Γιατί τόση αλμύρα τέτοιο μεσημέρι;
Ανώνυμη μικρή αλχημίστρια πάλι δεν κατάφερες να κάνεις το νερό ασήμι και το τινάζεις από πάνω σου. Τίναζέ το και σήμερα όπως και χτες, όπως και κάθε ξεχωριστό απόγευμα, να βλέπω τους ανθρώπους με τα κοντομάνικα να μην ταχύνουν το βήμα τους, να μην βιάζονται να πλαγιάσουν με το αύριο, σήμερα. Μικρή ερωμένη ποιητών και νεραϊδοπαρμένων, νύχτες των χάλκινων φεγγαριών. Πέτρα και αγριάδα εξορισμένα στον ουρανό μετέωρα στον ήλιο, μια ανάσα δρόμος και έπειτα γκρεμός. Και τα χαλίκια που άφησα στο δρόμο κοφτερά, ξεσχισμένα με δυναμίτη σαν τον πρώτο έρωτα, που άλλαξε κορμιά, τόπο, χρόνο μα με το αίμα της ψυχής να στάζει στο βλέμμα. Στάλα-στάλα και εγώ να αναρωτιέμαι ποια πόλη έλεγα πατρίδα σαν τα ζούσα ξανά όλα τούτα.

«Πιο μονάχος και από τους μοναχούς»/
Πώς ξεκινάνε οι ιστορίες; Μια φορά και έναν καιρό ήταν… πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι τι ζούμε τώρα για να ψάξουμε στην ανατολή του την υπόσχεση της ένωσης μιας προηγούμενης ζωής, στη δύση του τη γνώση μες στη σιωπή απ’ το τελευταίο αντίο, στο πλήρωμα του χρόνου, στην πλήρωση του ανθρώπου θα δούμε τα γαλάζια που δεν τόλμησε ν’ αγγίξει τ’ όνειρο, ν’ ανθίζουν αλόγιστα. Λέξεις ανόητες, ανοργασμικές στην φλόγα της ποίησης.
Ήμουν εκεί πριν λίγο, στο σταθμό με τους ετερόκλητους ανθρώπους, να διώχνω ξανά για να ‘χω κάτι να περιμένω να γυρίσει στο πλάι μου.
«Δεν θέλω κάτι για μένα. Θέλω κάτι με μένα. Κάτι να σταθεί στο πλάι μου για μια ολόκληρη ζωή. Ζητάω πολλά ε;… ΦΩΝΑΖΩ Ε;;;»
Και έχει μια ησυχία τούτο το απόγευμα εδώ πέρα, μακριά από τις ιστορίες της πόλης. Από την μία τα πουλιά και από την άλλη το κασετόφωνο σιγά, ν’ ακούω τα βήματα του ψεύτικου στο ξύλινο πάτωμα και ν’ απαντάω «Ήμαρτον». Ούτε στο σταθμό είχε φασαρία. Νομίζω, ένας αλλιώτικος χρόνος είναι εκεί. Δεκάδες βιαστικά χέρια να στριμώχνουν δέματα παραμονές Σαββάτου.
«Ένα δέμα για μένα… ένα πτώμα… κάποια πράγματα κάνουν τον κύκλο τους και κάποια πεθαίνουν. Αυτό πέθανε… Νεκρό…»
Παλιότερα είχα μανία με τις υποσχέσεις. Άλλοι κάνουν συλλογή από γραμματόσημα, άλλοι από γκόμενες, άλλοι κανιβαλίζουν την ανθρώπινη δυστυχία. Εγώ κάνω συλλογή από υποσχέσεις. Η συλλογή μου αποτελείται από σύμπαντα υποσχέσεων, την εξής μία. «Υποσχέσου μου πως δε θα φύγεις ποτέ, παρά μόνο στο νεκρό. Μόνον εκεί…» Στις τρεις φάγαμε τον κόκορα με μακαροτσίνια.
«Μίλα μου έστω και για να μου πεις φύγε. Μίλα μου έστω και για να με βρίσεις. Μη με διώχνεις μόνο…»
Σάββατο πρωί με την τηλεόραση να παίζει ξανά δίχως φωνή. Ψευδαίσθηση ανθρώπινης παρουσίας, το ράδιο στα δικά μου μονοπάτια και η αγάπη μου να ροκανίζει το κόκαλο που της πέταξα το ξημέρωμα. Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το μοναδικό, για ακόμα μία φορά, μία από τα ίδια και τα κάλπικα κορμιά δεν αντέχουν πολλές στιγμές μοναδικές.
«Είσαι ευτυχισμένη;» θυμάμαι κόσμο να με ρωτάει με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους για την απάντησή μου, την ιριδένια μιζέρια μου, την κόλαση και τον παράδεισό μου. Και η ίδια ανακούφιση πάντα σαν λέω πως η ευτυχία είναι στιγμές μόνο… Άλλοι ζουν μια ολάκερη ζωή και άλλοι στιγμές μόνο. Ποιοι λέτε να είναι οι τυχεροί; Ποιοι οι ψεύτες; Είναι αρκετές οι στιγμές ν’ αντέξουν τέτοιο τίποτα; Άνοιξε ένα μικρό πορτάκι και οι γεννήτριες είναι έτοιμες να μετατρέψουν μάζα, σάρκα και αίμα σε ενέργεια για σταυρωμένους ανθρώπους. Πότε θα κουραστούμε επιτέλους να βάζουμε εμείς οι ίδιοι τα κάγκελα της φυλακής μας και μη μου στείλεις άλλο γλάρο σε παρακαλώ. Δεν θέλω να ξανασταυρώσω στον ουρανό το πιο δικό μου βλέμμα.
Ναι, δίκιο είχες Αλέξη. «Τραβάμε συνεχώς το χαλί κάτω από τα πόδια μας, μόνο που μεγαλώνοντας το πέσιμο γίνεται ολοένα και πιο οδυνηρό»
Δίκιο έχετε όλοι, όπως είχατε πάντα. Όνειρα μου κρατήστε μου λίγο νερό να το βάλω στο κρασί μου. Αν δεν είναι νερωμένο, οι Θεοί τ’ ονομάζουν ύβρη και η νέμεσις μου ‘χει μαζεμένα πολλά. Τα ρέστα μην τα πετάξετε. Έχω φυλαγμένο λίγο ακρωτηριασμένο χώμα. Γη και ύδωρ για όλους τους καταπατητές. Μην ανησυχείς ερημιά μου και δεν μου ‘μεινε αναπνοή να πλάσω ταίρι.
«Ό,τι θα μείνει στο τέλος, θα ‘ναι το αληθινό».
Ποιος θα μου το μεταφράσει αυτό σε γλώσσα που να καταλαβαίνω; Άνθρωποι που κοινώνησαν παιδιά Θεό μα στο βλέμμα τους κραυγάζει πως δεν κοινώνησαν άνθρωπο, αθροίσματα στιγμών με ονοματεπώνυμο, να νοιώθουν μόνοι, πως δεν ανήκουν πουθενά. Και άνθρωποι, στρατιές γύρω τους να ζουν από κεκτημένη ταχύτητα. Πού να ‘ρθω να πω τα κρίματά μου και δίχως κανόνες να μου δώσω άφεση;
«… αυτό είναι να μπορείς να λες όπως λέμε καμιά φορά εμείς, να λες δίχως να ‘χεις ανάγκη να σε συγχωρήσει κανένας εκτός ίσως, από εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου.»
Πόσα έχω ξεχάσει. Τι θα προλάβω να φυλακίσω εδώ πριν η σκόνη σκεπάσει ολόκληρο τον καθρέφτη;

Καλοκαίρι της βροχής. Φθινοπωρινή αυταπάτη και ο πονοκέφαλος σφιχταγκαλιασμένος πάνω μου. Ανοιχτό το παράθυρο και η βροχή να πέφτει, να πέφτει, ξανά και ξανά. Κάθε μέρα το ίδιο. Να τα μουχλιάσει όλα. Λες και αν φτάσει την άμμο της κλεψύδρας μου θα σταματήσει ο χρόνος τον ρυθμικό βηματισμό του στα σύνορα της Εδέμ. Να το τελειώνει. Κεραυνοί, βρεγμένο χώμα και οριοθετημένες σελίδες να αρχειοθετήσω αυτά που ‘μείναν πίσω.
«Είμαι τόσο ελεύθερος που μήτε να με διώξεις μπορείς, μήτε να με κρατήσεις»
Εσείς πόσους ανθρώπους διώξατε σήμερα; Πόσες ζωές προσπεράσατε από δεξιά; Και εγώ συνεχίζω να περνώ με κόκκινο. Τώρα πια το μόνο που μου λένε είναι να προσέχω μη με πιάσουν. Σαν σταματήσω να περνώ με κόκκινο ή να το παραδέχομαι, θα πάψει και αυτό.
Μ’ εκνευρίζει αυτή η βροχή! Προσπαθεί να μου επιβάλλει τους ρυθμούς της και ‘γω δεν έχω τα όπλα να την πολεμήσω. Όχι άλλη πάλη, όχι άλλο αίμα. Και δεν θέλω να λέμε κάποια μέρα στα παιδιά πως κάποτε οι κρίνοι ήταν άσπροι και να μην μας πιστεύουν.
Ακόμα βρέχει!!! Φέρτε μου τους ποιητές να βρουν την ομορφιά μέσα στο τίποτα, να φτιάξουν διθύραμβους στη βροχή μπας και σταμτατήσει και μ’ έπιασε λάστιχο για να της σύρω τα εξ’ αμάξης,.
Επιτέλους σταμάτησε. Σταμάτησε και αύριο το απόγευμα ξανά. Γιατί να τα γράψω; Για να το κλείσω και αυτό σε ένα κουτί παπουτσιών με σταυρωτά λαστιχάκια και να το πετάξω κάτω από ημίδιπλες υπνηλίες; Υψώνουμε τοίχους για να κρατήσουμε τους άλλους έξω ή να τους προστατέψουμε από τους ίδιους μας τους εαυτούς; (ανάλογα με το ποια δικαιολογία μας βολεύει καλύτερα) καμιά φορά πετάμε και ‘μας τους ίδιους απ’ έξω και μετά αρχίζουμε τα crash tests στον τοίχο. Σκυλιά που αγριεύονται με το ίδιο τους το αίμα και θέλουν συνεχώς και άλλο, και άλλο….
« Δεν θέλω να μ’ αγαπήσουν. Δεν θέλω να μ’ ερωτευτεί κανείς, μήτε να με δουν σαν άνθρωπο».
Μείνανε οι παραμυθάδες να πασπαλίζουν με χρυσόσκονη σαν να ‘τανε κουραμπιέδες λέξεις παράταιρες και οι ιστορικοί να καταγράφουν κατακόμβες. Και την ανώνυμη ζωή ποιος θα την απελευθερώσει από τα δεσμά του θανάτου; Εδώ δεν έχει διακοπές για διαφημίσεις, μήτε τίτλους τέλους. Ούτε καν κάτι να ‘ ναι αποκλειστικά δικό μας. Μήτε ψυχή, μήτε μυαλό, μήτε κορμί. Όλα υποθηκευμένα, νοικιασμένα, πουλημένα εν γνώσει ή αγνοία μας.
«Εδώ είμαι εγώ. Εδώ θα είμαι. Δεν έχει άλλα αντίο. Τουλάχιστον από μένα».
Σάββατο απόγευμα και είμαι μόνη μ’ έναν κοιμισμένο σκύλο.
Μήπως γίνομαι κακιά; Πικρόχολη; Άδικη; Ισοπεδώνω.
«Δεν μπορεί να μου ΄ρθε έτσι στα ξαφνικά να τα κάνω όλα αυτά. Κάτι θα ‘χε γίνει. Θυμάσαι;»
Τι να θυμηθώ και λιβανίζω να φύγουν τα διαόλια της μνήμης. Καθάριο παγωμένο αεράκι να θυμηθεί το δέρμα τη ζήση του. Νύχτωσε νύχτα, βιάσου να νυχτώσεις και μου τέλειωσαν οι λέξεις. Καίω τις ρεζέρβες μου περιμένοντας την τελευταία σιωπή.
«Ήθελα μια φορά να σου πω το σ’ αγαπώ. Απλά και σκέτα. Δίχως γιατί, δίχως εξηγήσεις, δίχως προσπάθεια να ταιριάξω τ΄ όνειρο σε τούτους τους δρόμους που τρέχουν με διακόσια»
Και με ρωτάνε. Τότε τι κάνεις; Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις ή ….; Ανοίχτε το λυσάρι μην αρχίσουν και ανοίγονται, να δουν πως αυτοί είναι οι ερωτήσεις τους, αυτοί και οι απαντήσεις τους.
«Εσύ να πεις ό,τι έχεις να πεις δίχως να σε νοιάζει σε τι κατάσταση είναι ο άλλος ή τι προβλήματα θα δημιουργήσεις. Τέτοια ήσουνα πάντα»
Κοντεύουν δυο χρόνια.
«Αυτό ήθελα να μοιραστούμε. Έναν πόνο και ίσως έτσι το φορτίο να γινότανε ελαφρύτερο και για τους δυο μας»
Και είναι μία βάρκα που μαζεύει ναυαγούς, μαζεύει έναν-έναν τους ανθρώπους που δεν έμαθα κολύμπι σε τούτες τις θάλασσες. Μα σε μια στιγμή ορμάνε όλοι στη βάρκα πανικόβλητοι και η βάρκα γυρίζει. Και πνίγονται όλοι.
«Θέλω να μείνω μόνος. Είναι καλύτερα για τους άλλους»
Πλάκα κάνω για τον θάνατο. Σας το ορκίζομαι στα best sellers μου, στα πτυχία μου, στη μαλακία που με δέρνει. Και αν ήταν φυσικό πρόσωπο θα είχε πάει μέσα για κακοποίηση και βαριές σωματικές βλάβες. Μια δήλωση νομικών προσώπων παρακαλώ και γράψτε με έντονα γράμματα «ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΗ» γιατί γουστάρω να πληρώνω πρόστιμα.

Δευτέρα πρωί και να στάζω τη γλύκα της λήθης σε πρησμένα μάτια.
Ένα σκαντζοχοιράκι. Ένα μικρό σκαντζοχοιράκι, λίγα ψέματα πριν τα μεσάνυχτα στην άκρη του δρόμου να τρέχει φοβισμένο από τα φώτα του αυτοκινήτου ας κρατήσω μόνο από τ΄ απομεινάρια του χτες. Ποίηση πλάγιασε το χρόνο και δώσε μου ένα γλάρο ακόμα να με χλευάσουν.
Όμορφη πόλη. Μικρή πόλη. Τη μέρα και τη νύχτα και γκρεμός να πέφτει ό,τι ξέρει να σταθεί καλύτερα από τ΄ άλλα. Δεν τα θέλω τα λίγα. Λίγο φως, λίγη καταιγίδα, λίγος έρωτας και δεν είμαι εγώ για ζωή light. Να τα τα καλοκαίρια των παιδιών, το γύμνωμα της γυναίκας και ο έρωτας ιδρωμένος να φιλά το αλμυρό της πόδι.
Όλα έχουν ειπωθεί και ίσως να ζούμε αντίγραφα ζωώ άλλων. Σκίσε τον αέρα, να μπω στην πληγή και ίσως τότε να λησμονήσω πως έζησα ή να αγαπήσω τα σύνορα που με ορίζουνε.
Γιατί να γνωριστούμε; Τι θα γίνει; Ευχή ή κατάρα είναι τούτο; Και μένουν τα ηλιόλουστα πρωινά και τα κίτρινα απογεύματα. Κείνο το κίτρινο που σε πνίγει, μια ζέστη αφόρητη, μια σιωπή στο λαιμό, μια απώλεια στο βλέμμα. Σ’ ένα τοιχάκι, σ’ ένα υπαίθριο θεατράκι με τα πόδια να κουνιούνται στο γκρεμό. Πόσο λογαριάζεις τη ζωή σου τέτοια απογεύματα; Σαν η σιωπή γίνεται τάχα μου ποίηση να ξεγελάμε τη μοναξιά και τα λόγια του νου γυαλόχαρτο φριχτό να γδέρνουν την τραχύτητα του απροσάρμοστου. Λόγια, που τις νύχτες γίνονται το χάδι που δεν μας δόθηκε ποτέ. Δεν έχουνε αντίδωρο τούτοι οι άνθρωποι. Ίσως να φταίω εγώ που σαν μου φώναζαν «Κυριακή! Κυριακή!» με πλάκωνε το πάπλωμα πιότερο και απ’ το πιο μεγάλο θέλω. Ίσως να μην βαστώ άλλες Μεγάλες Παρασκευές. Ίσως μια μέρα ν’ αράξω στον κόσμο με τις μικρές εβδομάδες, με μια μόνο Παρασκευή τη βδομάδα και ελάχιστες, ακριβές δεύτερες Κυριακές για τις μέρες των γιορτών μου.
Μέχρι πού προσπαθείς; Δίνεσαι και δίνεις και ο άλλος δεν καταλαβαίνει. Μέχρι πότε συνεχίζεις; Πόσες φορές θα με βάλουν ξανά απέναντι σε τούτες τις θάλασσες; Και οι μύγες να μην αφήνουν το μυαλό να κοιμηθεί ξανά. Να τους δώσω όνομα; Πλάτωνας, Σωκράτης, Βαρέθηκα, Κοιμήθηκα, Όνειρο, Ζωή, Ξύπνησα. Ένα λάστιχο παγωμένο νερό να τρέχει, ένα καυτό τσιμέντο και ένα ζευγάρι γυμνά πόδια να τα πιτσιλώ να χοροπηδάνε ξαφνιασμένα. Καλοκαίρια μου…
Μην μου δίνετε άλλα αισθήματα και τα νήστευσα και τα κατέλυσα. Μόνο εικόνες. Εικόνες δίχως ήχο μ’ εκείνη τη μυρωδιά του βρεγμένου καλοκαιρινού ν’ ανοίγει τα ρουθούνια και γέφυρες κρεμαστές να απαγχονίζεται ό,τι υπέγραψα σε κοινούς συμβιβασμούς.
«-Όλο γενικά και αόριστα μιλάμε. Ή μήπως είναι οριστικά;
- Οριστικά και αμετάκλητα»
Μεσημεριάζει. Πέρασε και τούτο το τραίνο πάνω στις ράγες του για το δικό
του μέλλον. Την δικιά του μακρινή Αμερική.
«Παίρνω από κινητό. Δεν ξέρω αν ακούγομαι καλά. Βλέπω τη λίμνη από ψηλά».
Σαν πεθαίνεις, λένε, βλέπεις το σώμα σου από ψηλά. Αυτό κάτω ήρεμο και ‘συ πάνω και το ταξίδι αρχίζει…

Όμορφη μέρα. Ανώνυμη μέρα. Ίδια με την προηγούμενη που χάθηκε δίχως να λείψει σε κανέναν, ίδια με εκείνη που έρχεται νωχελικά. Μικρή ανόητη ερωμένη του εγωισμού σου. Μικρή ζεστή αγκαλιά και έπιασε να δροσίζει στον κήπο με τις κούφιες πέτρες όπου αναπαύεται το αίμα των πρώτων μου χρόνων.
Ένα κήπο. Να κλέψω ένα μικρό κήπο απ’ τ΄ όνειρο. Μικρός να χωράει στην παλάμη μου. Μεγάλος, να τρέχω ξυπόλητη, αναμαλλιασμένη, γελώντας. Στ’ ανθισμένα φουστάνια να βρω ένα κομμάτι μαύρο, τη σκιά μου, ό,τι δεν ονειρεύτηκα ποτέ. Γαλάζιο. Διάφανο. Κρύσταλλο. Να χτυπάω και ένα διάφανο διαπασών να κουρδίζει τα πιάνα του κόσμου. Να του κάνω χοές αρμύρα, να χύσω αίμα τρεις φορές και στο πρώτο σμίξιμο να την ονοματίσω παράδεισο. Πατρίδα της λησμονιάς και πυξίδες και αστρολάβους να κρεμάσω άχρηστα στους τοίχους σα χρονοφαγωμένα γιαταγάνια.
Κάθε παράδεισος χρειάζεται και έναν πειρασμό, 1 δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Ένα μη με λησμόνη και η φωτιά του καλοκαιριού δεν αφήνει τίποτα στο διάβα της. Ένα μη με λησμόνει να ανθίζει μονάχο του για τις φορές που δεν χτυπάει το τηλέφωνο.

Ένα όνομα τρέμει στα χέρια μου σε μια ζωή χωρισμένη σε μισάωρα. Μην ανταμώσει χείλη και γίνεται πάγος κοφτερός και μπήγεται να ανταμώσει αίμα.
Πείνασα θάλασσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: