Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 29, 2008

Ιστορία παλιά...


Φύγαν ο μπαμπάς και η μαμά και άναψα όλα τα φώτα να φοβηθούν οι ξένοι, να μην έρθουν, να φοβηθεί και η μοναξιά μου. Την έθρεψα με τις σάρκες μου 9 μήνες τώρα. Σαρκοβόρα. Άγρα. Η σκιά που δεν δείχνει ποτέ ο καθρέφτης. Και δεν έχω άλλο σώμα να της προσφέρω. Κανένα σώμα δεν μου τάχτηκε ακόμα.
Άπλωσα στο πάτωμα σημειώσεις παλιές για να πατήσω ξανά στα βήματά μου και με είδα να τη ζωγραφίζω σε κάθε κόλλα. Έχω μια νύχτα να θυμηθώ όσα βιάστηκα να προσπεράσω. Να δω ξανά τους ίδιους ανθρώπους να με προσπερνούν και να χάνονται. Στο τέρμα θα τους περιμένει ο εαυτός μου. Αυτός άργησε λίγο να με προσπεράσει αλλά ήξερε όλα τα μυστικά περάσματα και απομακρύνθηκε πιο γρήγορα.
Τόσες κόλλες για μια ψευδαίσθηση χρόνου και ούτε μια ημερομηνία για πυξίδα. Έτσι θυμάμαι να μου λένε κάποτε. « καταχώριζε τις αναμνήσεις με αλφαβητική σειρά, αριθμό πρωτοκόλλου, ημερομηνία εισαγωγής…» δεν τολμούσαν να προφέρουν «ημερομηνίας λήξεως»
Από πού να ξεκινήσω; Για να θυμηθώ. Πάντα διάβαζα ένα βιβλίο από το τέλος. Πού σέρνεται η τελευταία μου τελεία;
Ξαφνικά γέμισε ο κόσμος αποσιωπητικά…


Εύα: Πώς βάζεις τελεία σε μια πρόταση που δεν άρχισε ποτέ; Μπαίνει η τελεία πριν το κεφαλαίο;
Τώρα πια έφυγα και ‘γω. Κανένας, Μόνο σιωπή. Θα ξεθωριάσεις και ‘συ. Θα ξεχάσω το πρόσωπό σου με τα βλέμμα σου θα το νιώθω πάντα να ριγά στο κορμί μου και ας μην έβαλα την τελεία. Θα βάλω μόνο αποσιωπητικά να σε θυμάμαι. Να σε θυμάμαι κάθε φορά που θα ξεχνώ. Κάθε φορά που τα φώτα θα σβήνουν και θα σε νιώθω στα όνειρά σου να παλεύεις για εκείνη…

Αδάμ: Κολύμπα μέσα στο σκοτάδι. Εκεί σε περιμένουν οι χειρότεροι εφιάλτες σου. Εκεί σε περιμένω εγώ. Θα με γνωρίσεις με την αφή όπως δεν γνώρισες ποτέ κανέναν.
Έλα. Σε περιμένω. Μη βρίσκεις προφάσεις. Είναι μάταιο και το ξέρεις. Μόλις κλείσεις τα μάτια εγώ και το σκοτάδι θα τρέξουμε κοντά σου. Θα σε κλέψουμε από τα ψεύτικα φώτα. Θα κόψω μ’ ένα φεγγάρι μαχαίρι την αναπνοή σου και τη στιγμή που οι αισθήσεις σου θα με ζητούν απεγνωσμένα, θα σε εγκαταλείψω.
Θα σου δώσω μια σπρωξιά και θ’ αρχίσεις να βυθίζεσαι στη μοναξιά σου. Θα κλαις. Θα φωνάζεις στον ύπνο σου μα δεν θα ‘ναι κανένας εκεί να σε λυτρώσει.
Το σεντόνι πανικόβλητο θα τυλίγεται στο κορμί σου και θα αναζητά το χάδι σου μα εσύ θα είσαι αλλού. Πάντα ήσουν αλλού. Ακόμα και όταν σε ζητούν τα όνειρά σου.

Εύα: Σα χαθώ διάβασέ μου λόγια που αγαπώ και εγώ θα βρω το δρόμο να γυρίσω πίσω.

Αδάμ: Είναι κάποιες στιγμές που ο χρόνος σταματά και η λογική δεν έχει πλέον νόημα. Ακροβατείς σε μια λεπτή άσπρη γραμμή, που κάποιος ονειροπόλος χάραξε με μια σπασμένη κιμωλία στη μέση του πουθενά. Προσπαθείς να στηριχτείς σε κάποια "πρέπει" αλλά είναι ανώφελο. Ένα "θέλω" σου δίνει μια δυνατή σπρωξιά και γκρεμίζεσαι στην άβυσσο. Σ' αυτό το σημείο αρχίζει η ποίηση.

Όχι, μην περιμένει να σε πάρει στα φτερά της και να σε επαναφέρει πίσω στην άσπρη γραμμή. Αντίθετα θα σ' αγκαλιάσει σφιχτά, τόσο που θα νομίζεις πως θα λιποθυμήσεις, θα σε φιλήσει με πάθος στο στόμα και θα βυθίζεται και αυτή μαζί σου.

Θα σε πάει σε μέρη πέρα από τους πιο φοβερούς σου εφιάλτες και το πιο ανομολόγητα όνειρα. Θα βυθίζεσαι συνεχώς. Θα πιστεύεις πως για σένα δεν υπάρχει τέρμα. Με το τέρμα θα έρθει. Θα σε βρει πάνω στο πάτωμα να σπαρταράς, να ψυχοραγγείς όπως ο αφρός στην ξανθή άμμο.

Θα ψάξεις ξανά την άσπρη γραμμή. Ίσως τη βρεις. Ίσως όχι. Ακόμα και αν τη βρεις τα "πρέπει" θα κυριαρχήσουν στο "θέλω" και ντροπιασμένος θα γυρίσεις πίσω. Θα σε περιμένουμε. Τώρα πια είσαι ένας από μας.

Ένας προδότης του ονείρου.
Ένας αρνητής της ποίησης.

Εύα: Πίσω από τη μοναξιά της αλήθειας εσύ. Ανάμεσα στις λέξεις. Να παίζεις μαζί τους. Θα σου θυμώσω. Πάλι αδιάβαστη θα μ’ αφήσεις και εκείνοι οι χιονάνθρωποι να ρωτούν για φυσικές και τα λοιπά. Να έχουν την εντύπωση ότι με νοιάζει εκείνο το μίζερο χαρτάκι με το όνομά μου και το βαθμό. Ποιο όνομα; Αυτό δεν είναι δικό μου. Μοιάζει με ταμπέλα καταδίκου. Αριθμός μητρώου και τα παρόμοια.
Πώς δίνεις όνομα σε κάποιον που δεν έχει ακόμη γεννηθεί; Γεννήθηκα; Δεν το θυμάμαι. Θα’ ναι πολύ παλιά. Εγώ περιμένω εσένα. Να σου κλέψω το όνομα και να το φοράω όμοια με άσπρο καλοκαιρινό φουστάνι. Κοντό και διαφανές. Να περνώ και να γυρνούν όλοι να φωνάζουν. «Πώς τολμά»;
Φυσική. Νόμοι. Φαινόμενα… Δεν ξέρουν πως το Σύνταγμα του Έρωτα δεν επαφίεται στον πατριωτισμό των νέων; Δεν είναι δημοκρατία. Είναι φασισμός. Πάλι κουλούρι θα μοιράσει το συσσίτιο αύριο και εγώ θα γελώ κάτω από τα μουστάκια μου και θα ανοίγομαι να φτάσω τον ουρανό.
Θα στοιχειώσω. Θα γίνω αερικό να παίζω στο κορμί σου, να το τυραννώ όπως η σκέψη σου τυραννάει τώρα το δικό μου. Να με ζητάς και ας μη με γνωρίζεις, να φιλάς τον αέρα, να ψελλίζεις στον ύπνο σου, να με ψάχνεις στο κορμί σου με την αφή. Στα ψεύτικα φώτα. Στους αποπνικτικούς καπνούς. Ψάξε με! Ευχή και κατάρα σου δίνω: Ψάξε, όπως σε ψάχνει το κορμί μου τούτη τη στιγμή. Μου χρωστάς.
«Δεν έχει πλοίο για σε. Δεν έχει οδό…»
Λόγια ανόητα. Μέσα, πέρα από αυτά, εσύ. Η σκόνη χορεύει για σε και ‘συ χάνεσαι. Άραγε στο δικαστήριο θα επικαλεστείς άγνοια ως ελαφρυντικό; Σε νοιώθω να με ντύνεις το χάδι σου και αφήνομαι στο ψέμα που με καταδίκασα άνευ όρων.
Πώς να χωρέσει ο έρωτας σ’ αυτά τα υποσιτισμένα μαυριδερά γραμματάκια; Εγώ θέλω να πάλλονται πάνω στο γαλάζιο χαρτί τεράστια κατακόκκινα γράμματα, σαν την καρδιά μου, όπως τη νοιώθω εγώ και όχι όπως την περιγράφουν τα νεκρόφιλα βιβλία ανατομίας. Να σιγήσουν όλα και να μείνει τα βλέμμα σου να βασανίζει μία-μία τις αισθήσεις μου. Είσαι κακός. Κακός.
Και ‘γω ψάχνω τις λέξεις να τις ταιριάξω, να σε τραγουδήσω. Μα όταν ξυπνά το βλέμμα σου που ’χω φυλακίσει ανάμεσα μου, το στυλό μένει μετέωρο, υποταγμένο και αυτό.
Περνούσα. Γελούσες μαζί μου και αυτό με ξέσκιζε. Περνάς. Κρυφογελάω. Δεν ξέρεις και έχω φυλακίσει τους μαρτυριάρηδες ψιθύρους κάτω από το μαξιλάρι. Δε θα σου πει κανείς τίποτε. Ποτέ δεν θα μάθεις. Ίσως να σου γράψω και το τραγούδι. Ίσως να τα’ ακούσεις και να σ’ αρέσει. Μα δε θα ξέρεις πως θα’ναι δικό σου και ίσως τότε να σ’ αγαπώ περισσότερο για αυτό τα χρόνια που θα ‘ρθουν και θα προσπερνάμε ο ένας τον άλλον στους διαδρόμους.
Προτάσεις ατελείωτες σαν φτηνό τσιγάρο να θολώνουν την εικόνα σου. Τι μικρός που’ ναι ο κόσμος αφού βρέθηκες κοντά μου. Τι μεγάλος αφού κατάφερα και σου κρύφτηκα. «Κρύφτηκα» Πόσοι άραγε ξέρουν ότι ένα παιδικό παιχνίδι μπορεί να κρύβει τέτοιο κομμάτι ευτυχίας;
Έτσι θέλω να μου την πετάς την ευτυχία. Κομμάτι-κομμάτι. Μη μ’ αφήσεις να ‘ρθω να ζητιανέψω ψίχουλα. Πώς να σε φωνάξω; Πατρίδα μου; Γλυκιά μου ξενιτιά; Σ’ αγαπώ για το ψέμα σου, για ‘κείνες τις στιγμές που περνάς βιαστικά με την πλάτη γυρισμένη και η σκιά σου μου γνέφει. «Λάτρεψέ με. Τραγούδα με για τελευταία φορά γιατί σε λίγο θα χαθώ και μετά θα αναζητάς τα σημάδια στο κορμί σου να δεις αν βρεθήκαμε ποτέ»
Θα μ’ εξετάσει αύριο ο χοντράνθρωπος και το βιβλίο στέκει υπομονετικό ανοιγμένο στη σωστή σελίδα δίπλα μου. Έλα όμως που το «είμαι» είναι ανοιγμένο σε διαφορετική.
Λυπήσου με ψέμα μου. Κάθε μου ψέμα, αλήθεια, αίμα για σένα. Μα πιο πολύ για ‘κεινο το βλέμμα σου που με κάνει να ριγώ σιωπηλά. Πόσες από αυτές που γεμίζουν την αγκαλιά σου, έχουν νοιώσει αυτό το βλέμμα όπως το νοιώθω να ριγεί μέσα μου; Μικροπωλητές της ηδονής σας λυπάμαι. Δε θα νοιώσετε ποτέ ότι νοιώθω εγώ και το τραγικό είναι ότι ούτε και υποψιάζεστε ότι μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο. Δε θα το αναζητήσετε μήτε θα αφήσετε κάποιο πορτάκι ανοιχτό να σας αναζητήσει εκείνο.
Πουλήστε την ηδονή τώρα που σας παίρνει, που είστε νέοι και η άνοιξη ασφυκτιά στο κορμί σας. Πουλήστε την με το κιλό, με τον πήχη. Πουλήστε την κατά βούληση γιατί μετά από λίγο θα’ ναι αργά. Θα αρχίσετε να αγοράζετε και θα είναι φρικτό. Μα αυτό δεν θα σας το πω εγώ. Λόγω κακίας θα σας αφήσω να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Θα είναι η μικρή μου εκδίκηση για τις στιγμές που με χλευάσατε και θα ‘ναι αυτό η δική μου χλεύη
«Κάτι ήξεραν οι αρχαίοι που λάτρευαν αγάλματα»

Αδάμ: Το κορμί μου ξύπνησε και αλυχτάει έξω από τις πύλες του παραδείσου. «Πού είναι; Πού είναι;» Μα δεν υπάρχει τίποτα πια εδώ. Ακόμα και εκείνα τα βλέμματα μ’ αρνήθηκαν, με ξέχασαν και ας μη με γνώρισαν ποτέ. Κομμάτια της ψυχής μου και όμως πιο ξένα και από μένα. Νύχτωσε. Μαύρο. Και όμως συνεχίζει να νυχτώνει. Η αυλαία συνεχίζει να πέφτει. Μέχρι πότε; Κουράστηκα. Και ούτε ένα τραγούδι για μένα, ούτε ένα δάκρυ, ούτε 1 φιλί.
Σαν κινηματογραφική ταινία περνούν βλέμματα μπροστά μου, κορμιά, βουβά, ξένα, εγώ. Γέμισαν τα κιτάπια μου. Δεν έμεινε λευκό ούτε για περιθώριο. Έσκισα σελίδες. Δεν έχει χώρο για άλλα.
Να’ βρισκα μια σκιά να πλαγιάσω και να μην ξύπναγα ποτέ. Μια σκιά να με στραγγίσει, να μη μείνει στάλα αίμα… Αίμα, αίμα που μου τραβάει τα σεντόνια με τις πρώτες ηλιαχτίδες και με πετάει στο πάτωμα. Με προκαλεί να με γδύσει και εγώ τρέχω να κρυφτώ από τα βλέμματα που στοιχειώνουν τις νύχτες.

Εύα: Το ξέρω αυτό το κορμί, που πέρασε τώρα μπροστά μου. Είναι δικό μου και ας μην το εξουσιάζω. Κοιτάτε. Στη σκιά του είναι χαραγμένο το πρόσωπό μου. Στα χείλη του η επιθυμία. Κόκκινη σαν αίμα. Στην πλάτη σταυρωμένη η εμμονή. Μια λεπτή γραμμή. Από εδώ το πάθος. Από εκεί το μίσος. Και’ συ ένα βράδυ πήρες τη γραμμή και έφυγες. Και όλα γίναν ένα. Ουράνιο τόξο με τρία χρώματα. Άσπρο, μαύρο, κόκκινο. Δεν έχει άλλο γαλάζιο στα όνειρά μου. Ξεχείλησε το κόκκινο και το έπνιξε. Δεν έχω χρόνο να το θρηνήσω. Δεν έχω κορμί να απλώσω ταφόπλακες.
Πάλι σε άφησα να φύγεις. Μου στέρησα ξανά την άρνησή σου για να μπορώ όταν χτυπάνε άγρια τα τύμπανα του έρωτα, να σηκώνω τα μάτια στον ουρανό και να φωνάζω δυνατά (… από μέσα μου) «ΠΑΡΩΝ» Ποτέ «ΠΑΡΟΥΣΑ» μην μ’ ακούσουν τα όνειρά σου, σαρκοβόρα σαν και εσένα και ξεσκίσουν.

Αδάμ:
Μήπως έχετε να μου χαλάσετε
-σας παρακαλώ-
Αυτό το χαρτονόμισμα σε κέρματα ευτυχίας;
Μ’ αρέσουν πιότερο τα κέρματα
Έτσι φαίνεται περισσότερη η ευτυχία
Καθώς τραγουδά υπερφίαλα στις τσέπες
Δεν πειράζει που ‘ναι τρύπιες οι τσέπες
Και γλιστρούν
Κάποιος άλλος θα τα βρει
Κάποιος που τα ‘χει περισσότερο ανάγκη

Εύα: Θα γδύσω το κρεβάτι από τα σεντόνια του. Θα το ντύσω το κόκκινο τραπεζομάντιλο των αερικών και πάνω του θα ξαπλώσω την μοναξιά σου. Θα μπήξω τα νύχια μου στις σάρκες σου. Έχω να κορέσω την πείνα που σύναξα νύχτες αμέτρητες.
Θα ‘ναι όμορφη η μοναξιά της καθώς θα αναμετρά με θράσος τη γύμνια της με το φεγγάρι. Και ‘γω για κείνη τη στιγμή θα σου ορκιστώ πως σ’ αγαπώ. Και ‘συ θα μ’ αρνηθείς…

Αδάμ: 9.05 και εσύ εδώ να θυμάσαι μια γυναίκα να πλαγιάζει τη μοναξιά σου σε ασημένια κρεβάτια. Να αρπάζει τα όνειρα και να χάνεσαι στη σκιά της. Ένας ήχος να μετουσιώνεται σ’ ένα κομμάτι φως.
10.18 και εκείνη εκεί να ξεχνά. Σ’ ένα δωμάτιο μαύρο να γερνά. Με ένα τσιγάρο να λαχταράς έναν καθρέφτη. Μέσα στη σιωπή της να αιμορραγείς.
11.24 και εσύ εδώ να ξαγρυπνάς. Στο πλάι σου μια σκιά να ψυχορραγεί. Όλα μοιάζουν τόσο δικά σου, τόσο ξένα. Σαν τις πατρίδες που αγάπησες. Σαν την Ιθάκη που μίσησες. Ο χρόνος κυλά. Μάταια ζητάς τις αναπνοές της να γείρεις πάνω τους, να κουρνιάσεις ώσπου να περάσει η ώρα.
12.01 και εκείνη εκεί να κοιμάται. Μια γυναίκα να πλαγιάζει τη μοναξιά σου σε ασημένια κρεβάτια.
Περασμένα μεσάνυχτα
Ολόκληρη η ζωή σου, περασμένα μεσάνυχτα.

Εύα: Θυμάμαι κάποια γυναίκα να πλαγιάζει τη μοναξιά σου σε ασημένια κρεβάτια. Να την ψιθυρίζει «έλα» και εκείνη να χάνεται πίσω της. Έτρεχε. Έτρεχε σαν τον άνεμο και ‘γω καθόμουν σε μια γωνία και κοίταζα ανήμπορη να αντιδράσω, ανήμπορη να ονειρευτώ. Ίσως να ‘ναι γι΄ αυτό που κάθε φορά που κλείνεις τα μάτια σου τρέχω μέσα στις σκιές να κρυφτώ στα όνειρά σου.
Κάποιοι μου είχαν πει παλιά πως είναι ωραία να ονειρεύεσαι. Άραγε εκείνοι ονειρεύτηκαν ποτέ; Πώς μπορεί να ονειρευτεί ένα σώμα αν δεν ματώνει γυμνό κάτω απ’ τα’ αστέρια;
Ονειρεύεσαι μα κρύβεις τα όνειρά σου. Ίσως το τίμημα να είναι ακριβό για να το μοιραστείς με άλλους. Ίσως η μοναξιά σου να ‘ναι το τίμημα.
Έπειτα είναι και αυτή η σιωπή. Μόνο στη σιωπή θυμάμαι τα όνειρά σου. Τα όνειρά σου να στοιχειώνουν και εσύ τρομαγμένος να ξαγρυπνάς. Ξαγρυπνάς παραριγμένος σε κάτι φωταγωγημένες πολιτείες. Θα μπορούσα να πω πως τις μισείς μα δεν το ξέρω, δεν το ένιωσα ποτέ στα όνειρά σου.
Φεύγεις. Χάνεσαι και ‘γω να προσποιούμαι πως δεν βρεθήκαμε ποτέ. Αν με ρωτήσουν θα πω πως ήσουν ένα όνειρο και ας ξέρουν πως δεν ονειρεύτηκα ποτέ. Ίσως να με μάθαινες εσύ να ονειρεύομαι μα δεν με συνάντησες ποτέ.
Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις. Να γλιστράς ανάμεσα στα δάχτυλά της και να χάνεσαι στο πρόσωπό της. Να ονειρεύεσαι. Να σφαδάζεις μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή. Να ικετεύεις να μην ξυπνήσεις ποτέ και εγώ να παρακολουθώ σαν τρίτο πρόσωπο. Πάντα σε τρίτο πρόσωπό.
Κλείνω τα μάτια και τα παραμύθια σου ζωντανεύουν ξανά. Η αλήθεια να μετουσιώνεται σε ψέμα. Μεσάνυχτα και το κορμί σου γερμένο στη σκιά μου να αιμορραγεί. Θα ξημερώσει ξανά. Οι σκιές θα σβήσουν. Θα κρυφτώ ξανά πίσω από έναν ψεύτη ήλιο. Θα κρυφτείς ξανά από τα όνειρά σου.
1.15 και ‘συ ονειρεύεσαι. Εξοστρακισμένη ντύνομαι τη σιωπή ενώ το κορμί σου τραγουδάει την άνοιξη. Χαμογελάς και τα μάτια σου δακρύζουν.
Ολόκληρη η ζωή μου περασμένα μεσάνυχτα.

Αδάμ:
Ίχνη σιωπής
Στο κορμί της ενοχής
Αφήνω ξανά
Για να με βρεις

Εύα:
Ίχνη αγάπης
Στην ψυχή της απάτης
Θα σβήνω ψυχρά
Για να χαθείς

Αδάμ: Σ’ ονειρεύτηκα. Ήμουν εκεί. Ήσουν εδώ. Μια φορά με ένιωσα να πεθαίνω στον παράδεισο. Μου μιλούσες ψιθυριστά και ‘γω μες στη σιωπή σου μιλούσα με τα χέρια. «Μίλα μου ψιθυριστά αν μου μιλάς για αγάπη» Σ’ ονειρεύτηκα μα εσύ ξαγρυπνούσες.
Όλα ένα χάος. Μόνο στο χάος υπάρχεις. Δεν έχει χώρο για σε αλλιώς. Περνάει ο κόσμος. Χάνεται. Τον ακολουθείς. Χάνεσαι. Χάνομαι και εγώ. Νομίζω πως μ’ ακούω να γελώ στα όνειρά μου. Και το βλέμμα σου διάφανο σαν το νερό να τρέχει διψασμένο πάνω μου. Πώς σ’ αγαπώ σαν είσαι μακριά μου…
Να ‘χα της θάλασσας το δάκρυ να ‘μπαινα στα όνειρά στο. Να σε νοιώθω να ποθείς ένα κορμί ξένο. Να σε νιώθω εγώ. Το μικρό ζητιανάκι του πόθου με τη μικρή μουτζούρα της αδεξιότητας στη μύτη. Και το καλό είναι πως δεν ήρθες ποτέ. Είσαι καταδικασμένη εκεί. Εκεί που τόσο μίσησα. Εκεί που τόσο αγάπησα. Εκεί. Αιώνες τώρα εκεί…

Εύα: .. εκεί που ματώνω το χάρτη με καρφίτσες. Περπατώ ξανά σε θάλασσες ξένες και οι πατούσες μου γυμνές γυρεύουν τα βήματα που περπάτησες αιώνες πριν. Όλα διάφανα και τα χρώματα θυσία στα χέρια σου. Σ’ ένιωσα σαν την ψυχή μου να ακουμπάς στην πλάτη μου. Δίπλα σου κόσμος. Και μετά χάνεσαι. Το βλέμμα δε σε έψαξε καθώς μου ψιθύρισα «θα ξαναβρεθούμε»
Αυτό με τυραννάει τούτο το πρωινό. Το «πότε» κόβει κομματάκι-κομματάκι τις σάρκες μου. Ακροβατεί στις πληγές μου. Παραπατάει. Πέφτει. Γλιστράει ο τόνος. Η λέξη γίνεται μαχαίρι και με σκοτώνει.

Αδάμ: Να χάνομαι μέσα στη μουσική παραριγμένος κάπου στη χώρα της Λήθης και εσύ εκεί μέσα σε καπνούς να χαράσσεις ρυτίδες. Λόγια ανόητα και μετά σιωπή. Η αιώνια ερωμένη.

Εύα: Πώς λένε το σ’ αγαπώ στην γλώσσα της σιωπής;
Ψέλλισέ το στον αέρα να το ακούω τις ώρες της αγρύπνιας.

Αδάμ: … μέναν τα χέρια μου μόνα και ματώναν. Έβλεπαν μια γυναίκα γυμνή να μπήγει οδοντογλυφίδες στη γη. Τη ρώτησαν τι έκανε. «Βάζω τα όρια της αγάπης» και όλη η γη γέμισε οδοντογλυφίδες. Γέμισε οδοντογλυφίδες τον ήλιο, το φεγγάρι, τα αστέρια, τον ουρανό. Μόλις τέλειωσε έμεινε για μια στιγμή μετέωρη. Και άρχισε να μπήγει οδοντογλυφίδες στο κορμί της.

Εύα;
Έλα
Να σου δείξω ένα χρώμα
Πιο μαύρο από τις νύχτες τους
Πιο κόκκινο από τα όνειρά σου
Κοίτα
Αν αντέχεις με τα μάτια
Πιο μαύρο από τις νύχτες τους
Πιο κόκκινο από τα όνειρά σου
Και άσπρο
Άσπρο σαν του θανάτου

Παίρνω τηλέφωνο το μέλλον μου μα εκείνο έχει κατεβασμένο το ακουστικό. Βουίζει. Ξέβρασε το παρελθόν μου τα ναυάγιά του και μ’ αναζητά να κάνω μνημόσυνο.
Κόλλησα στο παρόν μου. Λίγο πιο πίσω απ’ το παρελθόν των άλλων. Λίγο πιο μπροστά από την πρώτη κομμένη κοτσίδα.
Παρόν-Παρελθόν σε μια αδιάκοπη εναλλαγή. Σαν να φρικάρισε το τηλεκοντρόλ του μυαλού μου, κήρυξε εαυτόν ανεξάρτητη, αυτόνομη και αυτοδύναμη περιοχή και κάνει ατελείωτο ζάπινγκ.
Ησυχία, τάξις και ασφάλεια. Παράξενα που ηχούν απόψε αυτές οι λέξεις….
Άδειασε ξάφνου το κορμί μου από τα αγγίγματα, τα λάθη, τους ανθρώπους ακόμη και από εμένα. Να’ το. Το βλέπω ανάμεσα σ’ έναν ωκεανό από κόλλες μ’ ένα πείσμα για σχεδία. Δεν θα στείλει το μήνυμα στο γυάλινο μπουκάλι.

Εγώ είμαι το μήνυμα και για μένα βγήκε απόψε στο ταξίδι.


Εύα: Τι είναι αυτό που σαλεύει μέσα μου και δεν μ’ αφήνει στιγμή ήσυχη; Ψαχούλεψε όλη τη μέρα το κορμί μου αχόρταγα και ακόμα να ηρεμήσει. Πείτε μου δεν έχει ιερό και όσιο; Σε τίνος το όνομα αν το ξορκίσω;
Μικρό τερατάκι δε στέκεσαι λεπτό να σε τσακώσω και σε πετάξω στα πόδια τους. Να πεις εσύ το μάθημα αύριο. Να σώσεις εσύ τον κόσμο γιατί εγώ δεν αδειάζω εξαιτίας σου. Όμως πάλι κατεργαράκο εσύ θα πεις τα δικά σου και κανείς δε θα σε καταλάβει.
Αχ, να σε τσάκωνα… Χαράσσεις πονηρά χαμόγελα στο στόμα μου πιστεύοντας πως θα στη χαρίσω. Όχι αυτή τη φορά. Κήρυξες πόλεμο και θα τον έχεις και ας μη μ’ ορίζω. Μόνο τα λάθη μου μ’ ορίζουν και εσύ καργερούλη το ξέρεις. Ξέρεις και χτυπάς αλύπητα. Χτύπα λοιπόν!
Ώρες ατέλειωτες με ζυμώνεις. Ανάποδος όπως πάντα. Πρώτα με έψησες και τώρα με ζυμώνεις. Μάλλον κομματάκι αποτυχημένο θα σου βγει το γλυκό και λυπάμαι τον άτυχο που θα του το σερβίρεις.
Έλα, σ’ άφησα να με ταξιδέψεις απ’ άκρη σ’ άκρη. Δεν έμεινε τίποτα που να μη λέρωσες με τα’ αδιάκριτα βρωμόχερά σου. Ο ήλιος βασίλεψε. Δεν κουράστηκες ακόμα να ψάχνεις για ενοχές; Αν είναι αυτό που ψάχνεις, τσακίσου από εδώ! Ο καιρός της ενοχής μου δεν ήρθε ακόμα και όσο εσύ παίζεις μέσα μου τόσο θα αργεί να εμφανιστεί.
Στην έφερα!!!

Αδάμ: Θα συναντήσεις ξανά μια Μαρία Νεφέλη
Μη βιαστείς να προσπεράσεις σαν πρώτα
Γδύσε την από το ψέμα
Και δες την αλήθεια της να λάμπει μετέωρη
Στο ημίφως
Ακόμα και αν το κορμί σου κραυγάζει
«θα φύγω»
Το ξέρει, το νιώθει
Για αυτό πάντα θα φεύγει εκείνη πρώτη

Εύα: Φυσάει ένα ζεστό αεράκι και αγριεύομαι. Πώς να χωρέσει σε ένα απόγευμα ένα μυστικό σαν και αυτό; Πάλιωσε απ την πολυκαιρία μα αντί να καταλαγιάσει, έγινε δυνατότερο. Με μεθάει η μυρωδιά του όμοια με μαύρο κρασί. Μαζί του τετραγώνισα τον κυκλο μα δεν διάβασα γραμμή και δεν τα σηκώνει αυτά η αυριανή μου πραγματικότητα. Στριφτή και κακιασμένη σαν και σένα.
Πρέπει να βρω πατρόν για το αυριανό ψέμα. «Προσπάθησα… Το πάλεψα μέχρι τα ξημερώματα… Τα πράγματα θα διορθωθούν από το ερχόμενο φθινόπωρο» Έχει μεγάλη πλάκα. Το μόνο που δεν κατόρθωσα να συγχωρήσω ποτέ στους ανθρώπους ήταν το ψέμα και να ‘μια τώρα, να το έχω μετατρέψει στην πιο πρόστυχη αλήθεια που είχα ποτέ.
Πρόστυχες αλήθειες. Χυδαία συναισθήματα. Και όμως δεν μ’ αγγίζουν. Μάλλον πρέπει να έχω χάσει ένα κομμάτι. Να ξεκλέψω λίγο χρόνο απ’ τα όνειρά μου, να ψάξω να βρω το προσπέκτους. Έρχονται οι άνθρωποι στον κόσμο δίχως οδηγίες χρήσεως;

Η ώρα περνάει και εγώ εδώ να αποκρυπτογραφώ αναμνήσεις. Προσπαθώ να διαβάσω. Μάταια. Ένας κάμπος μαύρα τριαντάφυλλα και συ να τρέχεις ανάμεσά τους. Γυρίζεις. Εκείνο το βέμμα. Σαν αερικού, που βλέπει ότι δεν είδε ποτέ μάτι ανθρώπου. Εγκαταλείπω στο έδαφος τα όπλα μου μαζί με το πρώτο φιλί που σου αρνήθηκα κάποτε. Φεύγω. Το ξέρω. Θα σε βρω ξανά σε ερημικές ακρογιαλιές να οργώνεις τη θάλασσα. Με την πλάτη γυρισμένη και ο χρόνος νεκρός στα μαλλιά σου.
Μόνος. Λες και δεν συνάντησες ποτέ άνθρωπο. Τη νιώθω τη μοναξιά σου. Την έχω δει σε σπασμένους καθρέφτες και λασπωμένα νερά να με κοιτά με μάτια παραπονεμένα. Φεύγεις και όμως είσαι ακόμα εδώ., Για πόσο ακόμα δεν ξέρω. Ίσως να μην έχει καμία σημασία. Το μόνο που έχει τώρα σημασία είναι ότι τώρα σε νιώθω με κάθε σημείο του κορμιού μου. Τώρα. Τώρα που είμαι ακόμα ζωντανή. Μετά δεν με νοιάζει. Ίσως να ‘μια νεκρή. Ίσως έρθεις στα όνειρά μου να ακουμπήσεις μια αγκαλιά νυχτολούλουδα, να στάξεις στα χείλη μου δυο δάκρυα φεγγαριού και μετά
.όμοια με αερικό να χαθείς απ’ τη ζωή μου.

Εύα: Ένα φεγγάρι κρυμμένο στα μετάξια του ουρανού. Ένα κορμί που επίταξα κάποτε μα απόψε θα κοιμηθεί αλλού. Φεγγάρι μου μισόγυμνο άπλωσε τα μετάξια σου και κρύψε τον. Κρύψε τον για να μην τον βρουν τα δάκρυά μου όταν ευτυχισμένος θα κοιμάται σε έναν ξένο παράδεισο.
Με τους αναστεναγμούς των αστεριών υφαίνω αναμνήσεις για εμπειρίες που δεν πρόλαβα να ζήσω μαζί σου. Μα με τα πρώτα φιλιά της που χάνουν το δρόμο τους και σκορπίζονται στον ουρανό, σκίζονται σε χιλιάδες κομμάτια.
Ίσως να πονώ γι΄ αυτό μπήγω τα νύχια στο κορμί μου και οι κουβέρτες πνίγουν τη φωνή μου.

Αδάμ
Όταν μες στης νύχτας τα σκοτάδια θα πονάς
Τ’ όνομά μου να θυμάσαι
Μην ξεχνάς
Όταν ένα αστέρι σιωπηλά θα προσκυνάς
Τ΄ όνομά μου να θυμάσαι
Μην ξεχνάς
Όταν με τη μοναξιά σου θα μιλας
Τ’ όνομά μου να θυμάσαι
Μην ξεχνάς

Εύα: Μου λείπεις όπως μου λείπει η ποίηση όταν οι αισθήσεις μου, η μία μετά την άλλη αυτοκτονούν και μένω μόνη στη βουή του κόσμου. Το χώμα, η ψυχή μου νεκρώνονται και ένα άδειο βλέμμα αντικρίζει το απόλυτο τίποτα. Η ποίηση όμως έρχεται ξανά σαν το πρώτο φιλί της άνοιξης, το τρομαγμένο, άπειρο χάρη του Μάη να αγριέψει τις αισθήσεις, να κάνει την καρδιά να πάλλεται τόσο δυνατά που να ικετεύεις για ένα κομμάτι σκοτάδι να κρύψεις λίγα δευτερόλεπτα ζωής.

Αδάμ: Ανάβεις τσιγάρο. Κρύβεσαι πίσω από τον καπνό.
Χαράσσεις ρυτίδες. Χάνομαι. Δεν γεννήθηκα εδώ.
Σιωπηλές πατρίδες. Φύγε. Έχεις ακόμα καιρό.
Φύγε και πούλα ξανά το κορμί σου
Πλήρωσε με ψέμα τα φιλιά σου
Κρύψε μέσα στη σιωπή τη φωνή σου
Χτίσε την στη μαύρα αγκαλιά τους
Αρνήσου με για λίγες νύχτες φτηνές
Πνιγμένες στο αλκοόλ και τον ιδρώτα
Αρνήσου με και σήμερα όπως και χτες
Για λίγες στιγμές κάτω απ τα φώτα
Φύγε, δε θέλω να μπω στη ζωή σου
Έπνιξα στο αίμα τη φωτιά τους
Ψάξε με σαν ενοχή στην ψυχή σου
Είμαι εκεί, σκιά στη ματιά τους
Αρνήσου με για λίγες νύχτες φτηνές
Πνιγμένες στο αλκοόλ και τον ιδρώτα
Αρνήσου με και σήμερα όπως και χτες
Για λίγες στιγμές κάτω απ τα φώτα
Ανάβεις τσιγάρο. Κρύβεσαι πίσω από τον καπνό.
Χαράσσεις ρυτίδες. Χάνομαι. Δεν γεννήθηκα εδώ.
Σιωπηλές πατρίδες. Έφυγα. Δεν είχα καιρό.


Εύα:
Έξω βρέχει
Και ο νους μου τρέχει
Σε μέρη μακρινά
Κάνει κρύο
Δεν είπες αντίο
Μα έφυγα ξαφνικά
Ένα ψέμα
Βουτηγμένο στο αίμα
Και η αλήθεια μισή
Βουβό κλάμα
Της ψυχή σου το θάμα
Και η αγάπη νεκρή
Ξημερώνει
Τίποτα δε σε λυτρώνει
Το δάκρυ λειψό.
Τόσοι πόνοι
Ό,τι ακόμα σε πληγώνει
Γάργαρο νερό.
Καληνύχτα
Στης αγάπης τα δίχτυα
Απόψε θα σε βρω.


Αδάμ: Κάποιοι πιστεύουν πως η μοναξιά είναι κάτι ξένο, κάτι που σου επιβάλλουν οι άλλοι μα δεν είναι έτσι. Η μοναξιά βρίσκεται μέσα σου. Κυλάει μέσα στο αίμα. Τη νοιώθεις σε κάθε σημείο του κορμιού σου.
Στην αρχή πιστεύεις ότι είναι απλά ένα προσωπείο όταν την αντικρίζεις αγουροξυπνημένος στον καθρέφτη. Κάποτε έρχεται η μέρα που το προσωπείο πέφτει. Περιμένεις να δεις το πρόσωπο και βλέπεις με τρόμο πως είναι ίδιο με το προσωπείο.
Εκεί διακόπτεις το ταξίδι. Σταματάς για μια στιγμή και κοιτάς πίσω. Βλέπεις τα κομμάτια σου που αρνήθηκες σαν σπασμένα κομμάτια φως να ματώνουν τις σκιές. Τότε ξυπνάει ο πόνος. Νιώθεις άδειος, λειψός γιατί τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει ότι έχεις αφήσει οριστικά πίσω σου.
Ο πόνος, το αιώνιο φιλί της συνειδητοποίησης υποτάσσεται στο βλέμμα και βρίσκεις το κουράγιο να προχωρήσεις μέχρι το κενό σου να σε συνθλίψει.
Και η μοναξιά πάντα εκεί. Να παίζει με ένα μαχαίρι. Να ματώνει κάθε ξημέρωμα.

Εύα: Λόγια ανόητα. Και όμως μπροστά σας μηδίζω.

Αδάμ: 40 στοιχήματα έβαλα για σένα , τότε που νύχτωνε νωρίς και τώρα τα μαδάω ένα-ένα. «Θα με μισήσει λίγο, πολύ, μέχρι τρέλας, καθόλου…» Και πάντα η ίδια απάντηση…

Εύα: Ένα κοκοράκι σουλατσάριζε στην αυλή μας. Στραβοπατούσε. Μάλλον ο άτλαντας του έπεσε κομματάκι βαρύς. Χώρια που δεν είχα υπολογίσει σωστά το κέντρο βάρους του. Χτες υπέπεσε στην αντίληψη του πατρός μου.
«Γευστικότατος» απεφάνθη. Και τώρα τι θα απογίνω εγώ χωρίς κοκοράκι; Ήσαν και αυτό μια κάποια λύσις…

Εύα: Λέξεις ξένες να κυλούν στο κορμί μου. Ένα βλέμμα άδειο. Εγώ εδώ και εσύ εκεί. Και ένα κομμάτι φως να με τραβάει εκεί. Η γνώση –κρυφή και απαγορευμένη- πως μέσα στο βλέμμα σου είναι η πατρίδα μου. Και ‘συ να περνάς και να χάνεσαι. Μια καρδιά να χορεύει στη βροχή το χορό της φωτιάς. Σε νιώθω όπως δεν ένιωσα κανέναν ποτέ, όπως δεν θ’ απαιτήσεις να με νιώσεις.
Με τον αέρα περνώ μέσα σου. Μ’ ένα τσιγάρο γέρνω στα χείλη σου. Το βλέμμα σου χάνεται. Το κορμί σου ζητά μία άλλη. Σε χάνω και ας μη σε είχα ποτέ. Δεν με πρόσεξες ποτέ. Πάω να σ’ αγγίξω και κάνω πίσω γιατί τρέμω πως θα χαθείς. Θα με σαρκάσεις και ξανά και εγώ θα ικετεύω να μην με είχες καταλάβει ποτέ.
Δεν υπάρχω. Τουλάχιστον όχι περισσότερο από την κουρτίνα στην αίθουσα. Μια νύχτα σου να ‘χα μόνο. Να τρύπωνα σαν κλέφτης στα όνειρά σου. Να σ’ ένιωθα να αγαπάς έστω και άλλη. Να ένιωθα το κορμί σου να πεθαίνει σα να τανε δικό μου. Να φυλάκιζα το βλέμμα σου μέσα σε ψεύτικα φιλιά και ανόητους όρκους αιώνιας αγάπης.
Να ξημέρωνε ένα πρωινό και να σ’ έβλεπα να ξαναγεννιέσαι στο πλάι μου απ’ το σκοτάδι στο φως. Να φεύγαν τα σύννεφα και έβλεπα πρώτη το θολό ουρανό μέσα στα μάτια σου. Να κρυβόμουν κάπου και να ‘βλεπα την αλήθεια σου.
Τόσο φτωχή όσο και η δική μου.

Αδάμ: Περνάω. Νιώθω το βλέμμα σου να μ’ ακολουθεί. Ξένο. Αδιάφορο. Στεγνό. Μέσα του ψίθυροι. Ψίθυροι και μετά σιωπή. Ό,τι αγάπησα. Ό,τι αρνήθηκες. Ο καθρέφτης που δεν φυλάκισε ποτέ τη σκιά σου.

Εύα: Γερνάω. Βιώνω το ψέμα σου νύχτες σαν αυτή. Μαύρο. Παράφορο. Φριχτό. Πίσω του σκιές. Σκιές μα πουθενά εσύ. Ό,τι αγάπησα. Ό,τι αρνήθηκες. Ένας ψεύτης που δεν ξεγύμνωσε ποτέ την ψυχή του.

Αδάμ: μια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό γεννήθηκε ένα αγόρι, που δεν ονειρευόταν σαν όλα τα άλλα. Δεν ήταν τα όνειρά του γαλάζια μα κόκκινα, σαν τη φωτιά, τρεφόταν από τη σάρκα του, γιγαντώνονταν, θέριευαν.
Και τα χρόνια περνούσαν. Και εκείνο μεγάλωνε και μαζί του μεγάλωνα και εγώ. Τις νύχτες που το έσκαγα κρυφά από το σπίτι, τον έβλεπα να τα κρύβει κάτω απ’ τις πληγές του ουρανού, να τα πετροβολεί με μικρά θαλασσινά χαλίκια. Κανένας δεν έμαθε ποτέ τα όνειρά του. Η νύχτα ξέρει να κρύβει καλά τα μυστικά της.
Μεγάλωσε το αγόρι, έγινε πρίγκιπας. Τον είχα χάσει, μα η σιωπή του μέτραγε στην ψυχή μου τις αναπνοές του. Μια μέρα ο άνεμος που με έδιωξε, με έφερε πάλι πίσω στα πρώτα μέρη της νιότης μου. Είχανε γάμο στο βασίλειο. Το πριγκιπόπουλο παντρευότανε την ξανθιά πριγκιποπούλα και κάνανε ένα γλέντι που κράταγε 1000+1 νύχτες.
Και ζήσαν αυτοί καλά και σεις καλύτερα.



Παραλλαγές συναισθημάτων σαν εκείνα τα αποστειρωμένα μαθήματα μουσικής.
«Δίδεται μουσικό θέμα. Αναπτύξτε το. Εναρμονίστε το. Σημειώστε μετατροπίες»
Τα πάντα αναπτύχθηκαν ώρες ατελείωτες. Τόσο που ξεχείλωσαν και κρέμονται παράταιρα από κάτι παραπαίουσες πραγματικότητες. Και τούτη η εναρμόνιση, όλο παράλληλες και αντιπαράλληλες με τον προσαγωγέα να αρνείται πεισματικά να πάει στην τονική. Έβγαλα τα βελάκια και σημαδεύω τις μετατροπίες. Ούτε ένα στο στόχο. Πάντα κομμάτι πιο κει. Σαν την αλήθεια μου. Σαν το πιο βαθύ μου ψέμα.

Εύα: Δεν έχω πια τι να πω. Δε μου έμειναν άλλα λόγια να σε τραγουδήσω. Σα να χαμήλωσε η σιωπή και να μ’ έκρυψε στους κόλπους της. Όχι, δεν είναι δικό μου το κορμί, που ακούει τις ενοχές του να λυσσομανάνε έξω από τη λουστραρισμένη πόρτα.
Απόψε ξύπνησαν τα θηρία και ζητιανεύουν στα παράθυρα. Ήρθαν και σε μένα μα μόλις με αντίκρισαν, τρόμαξαν και τράπηκαν σε φυγή. Θα κάνουν πολύ καιρό να ξαναπεράσουν από εδώ.
Με ξύπνησαν και ένας μπλε ελέφαντας χοροπηδάει πάνω στο κεφάλι μου. Τα μάτια μου κόκκινα, πρησμένα. Έβρεχε και απόψε στα όνειρά μου μα εγώ δεν το θυμάμαι. Βιβλία ανοιχτά σαν πτώματα που δεν αναζήτησε ποτέ κανείς. Πρέπει να ψάξω να βρω μανταλάκια στα πράγματα της μαμάς να τα κρεμάσω στο σύρμα να σαπίσουν μαζί με τα’ άπλυτα. Η T.V. στη μούγκα. Το stereo στο τέρμα. Ο άσπρος πρίγκιπας βαμμένος γκρι και ώχρα από την πολυκαιρία, πεταμένος στα αζήτητα.

Αδάμ: Θυμάμαι μια νύχτα που είχα έκλειψη σελήνης, τα όνειρά σου να παραβγαίνουν με ασημένιους μονόκερους και να χάνονται εκεί που ο ουρανός σμίγει ερωτικά με τη γη. Η άνοιξη με το ματωμένο φουστάνι κυλιόταν στα λιβάδια του χρόνου. Εσύ κοιμόσουν γαλήνιος. Έμοιαζες με έναν μικρό Θεό. Εγώ παράμερα ξαγρυπνούσα και ικέτευα για 2 σιωπές ευτυχίας.
Θυμάμαι σε έβλεπα να χαμογελάς και ένιωθα τόσο μικρή στην απεραντοσύνη της αγάπης, όπως το πρώτο φιλί που ξεχάστηκε και τώρα το σκορπάει ο άνεμος στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κάποιο πλανεμένο εγώ αιμορραγούσε στα χείλη σου γεμίζοντας κίτρινα τριαντάφυλλα το δωμάτιο. Σκόρπιες λέξεις είχαν παγιδεύσει τα χάδια και τα έκαιγαν ένα-ένα όμοια με φωτοβολίδες. Και ‘συ κοιμόσουν. Και ‘γω ξαγρυπνούσα.
Θυμάμαι κάποτε σε ρώτησα αν θυμόσουν εκείνη τη νύχτα που είχε έκλειψη σελήνης.
«Δεν είχε έκλειψη σελήνης, μα έκλειψη καρδιάς» μου είπες πικραμένος και έφυγες.
Και ‘γω κοιμάμαι.
Και ‘ συ ξαγρυπνάς.

Εύα:
Πέρασα στην άλλη όχθη
Και είδα το σκοτάδι αγκαλιασμένο με το φως
Είδα εσένα που δήλωνες Θεός
Πέρασα στην άλλη όχθη
Και είδα τον πρώτο έρωτα να κείτεται νεκρός
Είδα εμένα να λέω αληθώς.

Αδάμ: Όταν ήμουν παιδί η 13η νεράιδα ερχόταν τις νύχτες και μου μιλούσε για τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα. Εκείνα τα φεγγάρια, που τα βλέπουν μονάχα οι κολασμένοι της γης και της αγάπης.
Μιλούσε ώρες ατελείωτες. Δεν καταλάβαινα τότε μα ήθελα να δω και ‘γω τα μαύρα φεγγάρια.
Την έβδομη νύχτα της άνοιξης καθώς ετοιμάζονταν να φύγει από το προσκεφάλι μου, έπεσα πάνω της και απαίτησα να τα δω. Άρχισε να γελά. Γελούσε δυνατά και σε μία στιγμή μου ξέφυγε. Μεταμορφώθηκε σε ένα μαύρο κύκνο και μου είπε:
«Περίμενε να δεις τα άγρια τριαντάφυλλα να ανθίζουν στο χιόνι. Περίμενε να δεις στάχτη να γίνεται ό,τι σε πληγώνει. Περίμενε να δεις το σώμα να πεθαίνει σε βράδια αξημέρωτα και τότε κλείσε τα μάτια.
Μέσα σου θα βρεις τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα»


Εύα: Ίχνη σιωπής στο κορμί της ενοχής αφήνω και απόψε για να έρθεις στα όνειρά μου. Νύχτες βροχής με βλέπω να χάνομαι στον καταρράκτη όπου οι νύμφες πλένουν το πρώτο ματωμένο φουστάνι τους.
Παράμερα στέκουν οι Ώρες, που θυσίασε σε βωμούς μυστικούς για σένα η Λύπη. Λόγια και κορμιά ξοδεμένα αλόγιστα κάτω από ένα κομμάτι ουρανό, μια στάλα ήλιο. Αισθήσεις, που λιποτακτήσανε στα βήματά σου. Ήχοι που έσβησαν σε μια φωτιά.




















Θυμάμαι ένα εγώ να το πλανεύεις κάπου εκεί, στο μεταίχμιο του ονείρου και της λήθης. Σου ‘στειλα ένα στιλέτο να σκοτώσεις τη μέρα. Και εκείνη αιμορραγούσε στο πλάι μου. Και οι νύμφες χόρευαν στα μαλλιά της. Και ‘συ χανόσουν σ’ ένα σύννεφο.
Γύρισες την πλάτη και έφευγες γιατί δεν μπορούσες να νιώσεις τον πόνο της ομορφιάς που κρύβει μια γυναίκα που αιμορραγεί για τη ζωή. Το εγώ έκρυψε το αίμα που ξόδεψε και βρήκε ξανά το μονοπάτι.
Κάτι νύχτες σαν κι αυτή όμως βρίσκω το αίμα να πονά πάνω σε ίχνη σιωπής.


Αδάμ: Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή ζούσε ένα παιδί. Τις νύχτες οι νεράιδες άπλωναν τα αραχνοΰφαντα πέπλα τους, να γείρει να πλαγιάσει και του τραγουδούσαν παρέα με τ΄ αστέρια.
Τα χρόνια περνούσαν. Το παιδί μάθαινε συνεχώς τα μυστικά του κόσμου του. Έμαθε να γελά και κάθε φορά που γελούσε οι νεράιδες άπλωναν τους θησαυρούς τους στα πόδια του. Όμως δεν του έμαθε κανένας ποτέ πώς να κλαίει. Και εκείνο δεν έκλαψε ποτέ.
Στο τέλος κάθε μέρας όταν ο ήλιος αυτοκτονούσε ένα αερικό το έπνιγε στο λαιμό. Ο ήλιος αυτοκτόνησε και αναγεννήθηκε χιλιάδες φορές μα το παιδί δεν είδε ποτέ το ουράνιο τόξο μετά τη βροχή της ψυχής του.
Κλείσε τα μάτια. Κοίταξε στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Κοίταξε το. Περιμένει ένα δάκρυ φωτιά. Και ας μην του μίλησε ποτέ κανείς για αυτό. Δεν ξέρει ποια μουσική να γίνει για να το καλέσει. Οι σειρήνες κοιμούνται ανυποψίαστες. Προσπέρασέ τις ήσυχα. Άφησέ τες να συνεχίσουν τον ύπνο τους.
Ψάξε τη λάμα, τη βαμμένη με το αίμα της ψυχής, την πεταμένη σαν ονειρόσκονη του φεγγαριού. Ψάξε την μέσα στη σιωπή, πέρα από την ποίηση. Ψάξε την εκεί, που αυτοκτονούν οι αυταπάτες γλιστρώντας από τις πλάτες των ονείρων σου.
Κοίτα την, έχει τόσο αίμα μα ούτε ένα δάκρυ να την κάνει ένα κομμάτι φως, να οριοθετήσει την τρέλα, την αγάπη, τα ερωτηματικά.
Κουράστηκα. Πονάω. Θα ανοίξω τα μάτια. Εσύ ίσως να μην τα έκλεισες. Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς το παιδί δεν θα κλάψει ποτέ. Το δάκρυ του έχει εξοστρακιστεί στα στέρφα σπλάχνα της θάλασσάς του.
Κοιμήσου ήσυχη. Απόψε το βράδυ σ’ έναν κόσμο που θα καγχάζει, θα νοιώσεις το δάκρυ του να σε καίει. Μην τρομάξεις, όνειρο θα ‘ναι. Άλλαξε πλευρό και συνέχισε ατάραχη τον ύπνο σου αγκαλιασμένη με τις σειρήνες.
Έτσι θα ζήσεις εσύ καλά και εκείνοι καλύτερα.

Εύα: Όλα τόσο ξένα, τόσο απόμακρα όσο και εκείνο το πρόσωπο που δεν έμαθα να αγαπώ. Εγώ σ’ ένα δωμάτιο να σβήνω ένα-ένα τα κεριά και ‘συ αδιάφορα να κοιτάς. Δεν έμειναν πια πολλά κεριά. Τώρα σβήνω τα τελευταία.
… τ΄ ασήμι που έγινε χρυσό
Βλέμματα που αρνήθηκα
Λόγια ξένα που βρήκα εδώ.
Σ’ αφήνω να ξεθωριάζεις και μαζί σου ξεθωριάζω και εγώ.

Αδάμ: Είδα ξανά εκείνη την πόρτα. Ήθελα να την ανοίξω, να περάσω στην άλλη πλευρά αλλά ένα αόρατο χέρι με κράταγε. Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο εγώ και η πόρτα. Δεν είχα γνωρίσει ποτέ κανέναν. Δεν μ’ είχε νιώσει τίποτα. Απλώς στεκόμουν εκεί. Αιώνες…. Ώσπου η πόρτα εξαφανίστηκε. Εγώ ήμουν η πόρτα. Τώρα δεν είμαι τίποτα πια.

Εύα: Τα τσιγάρα που δεν κάπνισα ποτέ και τα ποτά που δεν ήπια αναζητώ απόψε σαν κολασμένη. Ξεχείλισε η οργή μου. Πώς τα καταφέρνει έτσι η ζωή και σε κάθε εξεταστική μου βγάζει προσκλητήριο; Πάλι δήλωσα παρών… και η οργή μου έρπει αγριεμένη και ύπουλη στο πάτωμα. Να γυαλίζει το βλέμμα μου, να τονίζει τις φλέβες μου, να απαιτεί να καταστρέψω, να καταστρέψω, να καταστρέψω….
Τι; Ποιόν; Γιατί; Δεν έχει πια δάκρυα για μένα. Δεν μου πάει το μαύρο. Να’ μια με βλέπω με το κόκκινο νυφικό μέσα στην εκκλησία, κόκκινο σαν αίμα, σαν μίσος, σαν ζωή. Η ψυχή μου ασφυκτιά και τρέχει να βρει λίγο αέρα, ένα κομμάτι αέρα, μια στάλα ήλιο σέρνοντας πίσω της ένα νεκρό κομμάτι τίγκα στη γάγγραινα. Τρέχει. Τρέχει με κομμένη την ανάσα ολοένα και πιο γρήγορα. Μα μένει κολλημένη στο ίδιο μέρος.
Πρέπει να τρυγήσω τα σταφύλια της οργής; Γιατί μου το κάνουν αυτό; Ούτε μια μέρα δεν πρόλαβα να ανασάνω και να –βζντουουουπ- το χαστούκι. Ακόμα θαρρώ πως βουίζουν τα αυτιά μου από το χτύπημα. Τι υποτίθεται πως είναι όλη η ιστορία; Αγώνας επιβίωσης; Ένα concerto prestissimo στην τσίτα, δίχως παύσεις μόνο με f και ff;
Μα εγώ μια ζωή ήμουν παράφωνη και σκάρτη στη μουσική.


Αδάμ: Φέρτε μου το κόκκινο της τρέλας να το ρίξω πάνω στο άσπρο του θανάτου. «Θα με θυμάσαι» σου είχα πει «όταν στεγνώσουν τα δάκρυα μας;»
«Θα με λυπάσαι» μου ‘χες πει «όταν αρνηθώ τα όνειρά μας;»

Εύα: Καλοκαίριασε. Ετοίμασες ήδη τα πράγματά σου. Ξεχάστηκαν οι ελπίδες μου στον ήλιο και κάηκαν. Ποτέ δεν πήραν προφυλάξεις. Ποτέ δεν τις ξανάδα τόσο κόκκινες. Να θυμηθώ να κοιτάξω στο ψυγείο αν έμεινε κανένα γιαούρτι να απλώσω στην πλάτη τους, ν’ αρπάξει το κάψιμο. Να διαλέξω εκείνο το ζωντανό, που έληξε χτες. Απλώνεται καλύτερα. Ιδιαίτερα πάνω στον καθρέφτη. Άλλη μια εικαστική παρέμβαση στην μονότονα γκρίζα ζωή μας.
Τα πουλιά έξω φλυαρούν. Κάποιος Παπακωνσταντίνου τα σιγοντάρει απ’ το ραδιόφωνο. «Σα να μη σ’ έχασα ποτέ, ξανά στήνω σκακιέρα, να ξανακάνεις 1.000 ματ στην ευτυχία.» Μα δε σ’ είχα ποτέ. Πώς να σε χάσω λοιπόν; Θα στήσω ξανά τον Οκτώβρη τη σκακιέρα; Για ποιόν; Για κείνον ή για μένα;
Και έπειτα στις 28 έχω γεννέθλια.


… Η μοναξιά που χρόνια τώρα την ξαπλώνω σε ένα ξένο διπλό κρεββάτι.
Ελευθερία μου ακρίβυνες μα εγώ σε πετάω βίαια σε σκονισμένες φτηνές μοκέτες.
Και πείνασα και δίψασα τον απόλυτο άντρα. Και πλάγιασα τα κακέκτυπά του.
Πίνω το μαύρο κρασί, που είχα φυλαγμένο για σένα. Καπνίζω το πακέτο, που αρνήθηκα κάποτε. Σιωπή. Κάπου μια βρύση στάζει. Ημίφως. Το παρελθόν περνάει ανάμεσα στις σκιές.
…Τελείωσε το μαύρο κρασί. Γέμισα στάχτες. Θα φωνάξει η μαμά. Ξέχασα. Δεν μένει πια εδώ. Ούτε και εγώ τώρα πια.

ΤΕΛΟΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια: