Τρίτη, Σεπτεμβρίου 30, 2008

Παραλογές


Για πες μου τι μου τα ‘στειλες τα κίτρινα τριαντάφυλλα δίχως αγκάθια; Δίχως στάλα φαρμάκι; Απόκαμα πια και άλλο δε βαστώ να σου αναπτύσσω το ασήμαντο. Κούρνιασε η κούραση στο κορμί μου και υφαίνει στεναγμούς. Φέρε μου τα χέρια σου να τα ντύσω. Και ακόμα με φοβάσαι….
Τι να σου πω, που δεν το ‘χεις μαντέψει ήδη; Να σου πω ένα ψεύτικο «σ’ αγαπώ και συ να τρέξεις να το στολίσεις με γιρλάντες και πρόστυχα φτιασίδια και να το κρεμάσεις στο σαλόνι; 6-9μ.μ. θα ’ρθει επίσκεψη η κυρα-συνήθεια με τις φιλενάδες της… και ακόμα να νοιώσεις τους δαίμονες μου….
Δε μιλάς. Σωπαίνει η αλήθεια. Σωπαίνει και το ψέμα σου. «Συζούνε μου κάρφωσε πισώπλατα μια καρακάξα σαν ήμουν στη λαϊκή. Πόσες φορές είπες σήμερα «ήμαρτον» τέκνον μου και τα πιάτα άπλυτα στοιβαγμένα στο νεροχύτη… Δεν ήθελες; δε σ’ άφησα; Δεν μπόρεσες;…
Κλείσε το ψυγείο και θα παραγγείλουμε ευτυχία σε πακέτο απ’ έξω. Μη…. Μη με κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα και μου τελειώνει το μελάνι. Κλείνουν οι τελευταίοι κύκλοι. Αυτή είναι η αυτοπραγμάτωση ταπεινέ μου; Να ζεις τη ζωή σου σε δεκαπενθήμερα και το μοναδικόν της ζωής σου ταξίδιον να έχει για εισιτήριο πλαστικές σακούλες σκουπιδιών;…. και ακόμα να καταλάβω τι ήθελες να πεις όταν μου ‘λεγες πως κάποιες φορές οι ήττες είναι πιο νίκες απ’ τις νίκες.
Έβρασες γάλα; Καλά έκανες και έρχεται οστεοπόρωση. Για την μυελοπόρωση κουβέντα. Λάβαρο την κάναμε και την προσκυνάνε τα πλήθη αλαλάζοντας. Πληρώθηκα σήμερα. Και άλλες κρατήσεις. Βάλε και άλλη ζάχαρη να ξεγελάσω το τώρα και η μόνη μου φίλη αυτοκτόνησε χτες βράδυ. Και ΄γω ήμουν εδώ. Πόσο χρεώνουν την σύνδεση με παράδεισo; Τη βρήκανε στο μπάνιο κάποιοι τρέξανε να πουν ήταν εκείνη με χάπια. Κάποιοι άλλοι διορθώσανε. Ήτανε χάπια με ολίγη από εκείνη. Κοίταξε αν έχουμε αυγά και θα περάσω να πάρω φρέσκα αύριο.
Είχε γενέθλια και ‘γω δεν την πήρα για τα χρόνια πολλά. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της. Τη φωνή της. Πόσο είχε χτες και λήξαν οι αναμνήσεις; Πού είναι τώρα; Γιατί αυτή είναι εκεί και εγώ είμαι εγκλωβισμένη σε μια ευτυχία των 8-3μ.μ.; Λες να ‘ναι καλύτερα εκεί που πήγε; Θα την παίρνουν τηλέφωνο για τα χρόνια πολλά; Κοίτα το ρολόι! Το ‘χασα το ραντεβού με την ιστορία. Εκείνη είναι 7 χρόνια μπροστά και ‘γω μια ζωή πίσω.
Πέταξε τα κόλλυβα και φέρε το κόκκινο κρασί να πια σε ό,τι ζήσαμε μαζί. Αύριο με έχουν και δεύτερη βάρδια. Αν αργήσω φάε… Βαρέθηκες. Έφυγες. Σώπασα….
Και ακόμα με φοβάσαι….»

[Είδα ξανά εκείνη την πόρτα. Ήθελα να την ανοίξω, να περάσω στην άλλη πλευρά αλλά ένα αόρατο χέρι με κράταγε. Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο εγώ και η πόρτα. Δεν είχα γνωρίσει ποτέ κανέναν. Δεν είχα νοιώσει ποτέ τίποτα. Απλώς στεκόμουν εκεί. Αιώνες. .Ώσπου η πόρτα εξαφανίστηκε. Εγώ ήμουν η πόρτα. Τώρα δεν είμαι τίποτα πια.]


[Μέρες σκοτωμένες με μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια σα λυσσασμένο σκυλί. Μαύρες σακούλες. Το φιλί του θανάτου. Νέα ήμερα. Νέα σελίδα. Νέα ζωή.
Και ο θάνατος ξανά παραμονεύει.

[Η σιωπή οργισμένη και ύπουλη σέρνεται στο πάτωμα. Πες μου. Βγήκες ποτέ στο ταξίδι; Γιατί; Αν μου ταιριάξεις καλά τις απαντήσεις ξέρεις ίσως βγω και ΄γω. Δυσκολεύεσαι; Μισό λεπτό να δω αν έχω κάποιο «διότι» στις πρώτες βοήθειες -έτσι…. Αλλιώς… αλλιώτικα…- κανένα «διότι». Αχ! Τώρα θυμήθηκα. Κάποιος φώναξε «βουλιάζουμε» και ‘κείνα άρχισαν σαν τα ποντίκια να πηδάνε σε μια θάλασσα, που δεν αντίκρισα ποτέ. Και έμεινε το γιατί σαν μπάσταρδο γατί με τα μάτια όμοια με φλόγες να γυαλίζουν. Το κοίταζα. Με κοίταζε. Πάλευαν οι φλόγες του με τις δικές μου ώσπου άξαφνα το ‘πιασα απ΄ την ουρά και το πέταξα με βία στη θάλασσα. Είχε κακιά αρρώστια για να ‘χει τέτοια μάτια είχα ακούσει να λένε κάτι ναυαγοί. Μα πώς υπάρχουν ναυαγοί σαν δεν υπάρχει θάλασσα;
Χρειάζομαι ένα τσιγάρο τώρα. Μα δεν έμαθα να καπνίζω ποτέ. Βγες έξω και κάπνισε εσύ για μένα. Έχω να ξοφλήσω κάτι μισοτελειωμένες φράσεις. Φύλαξε τις στάχτες και τη γόπα. Ο επόμενος που θα ‘ρθει και θα γίνει πεπρωμένο σου όσο διαρκεί μια ψευδαίσθηση θα στα κάνει έπος. Γιατί ξαφνιάζεσαι αγάπη μου; Ξέχασες πως έχεις αναγάγει σκόνες και σκονάκια σε τέχνη; ]
Ζαλίζομαι…


[Ησύχασε αγάπη μου και σου ΄φερα και απόψε ψέματα για να αποκοιμηθείς. Έλα. Σου ‘στρωσα λόγια ξένα και βλέμματα παραπονεμένα να ποτίσεις μ΄ αίμα. Γιατί είσαι ανήσυχη και γρατζουνάς δάκρυα στην ζωγραφιά της θλίψης; … Καλά μη μου λες αφού δε θες… Παραμιλάς στον ύπνο σου και δε στο ‘πε ποτέ κανείς. Θα ξαγρυπνήσω απόψε και θ’ αναπνέω μια-μια τις βρωμιές σου, που καταγράφουν εκείνοι στα κιτάπια τους.
Μάτια μου είσαι σκληρή και πρόστυχη σαν αγαπητικιά. Μ’ απαιτείς όταν με τάζω αλλού και τώρα που με τάζω αλλού και τώρα που σε ψάχνω σβήνεις τα σημάδια. Σα να μη μ’ αγκάλιασες ποτέ, σα να μη μ’ έκανες δικιά σου. Και με δέρνω αλύπητα που δε σου πουλήθηκα. Τσιγκούνα! Δε μου ‘ταξες τίποτα και αυτό το τίποτα βαραίνει στα χέρια μου ολοένα και πιο πολύ.
Ναι, τώρα που πάω να θάψω το στυλό μου ‘ρχεσαι και με ζητάς. Τι θες πια; Τόσοι και τόσοι σε τούτον τον ντουνιά εμένα βρήκες να μαρκάρεις; Κάπου μυρίζω καμένο κρέας και βγαίνει καπνός. Αχόρταγη. Γιατί δεν μ’ αφήνεις; Δεν έχει χώρο για σένα. Μην με σκάβεις άλλο για να φτιάξεις, όχι τόσο πολύ, όχι τόσο βαθιά.


Ο γιατρός είπε ξέρεις πως θα μπορέσω να κάνω άλλα παιδιά...
όταν οι συνθήκες θα είναι διαφορετικές.

Σταμάτα να χτυπάς τσακμακόπετρες και είμαι ένας σωρός από ξερόχορτα. Θεέ μου με ποια χρώματα. Ποιες μουσικές έντυσες τους άλλους κόσμους; Μπορώ να προσευχηθώ να μην φανερώσεις πως δε με πρόδωσε ποτέ κανείς; Τουλάχιστον κανείς που να μην τον άφησα εγώ. Με τεχνητά χρώματα σχεδιάζω πληγές γιατί αλλιώς με φοβούνται και φωνάζουν «βλαστήμια». Θα με αφήνεις να λέω ψέματα στον άλλο κόσμο; Να ξέρεις όμως θα σου θυμώσω αν δεν μ’ αφήσεις να πάρω μαζί μου τους δαίμονες μου και θα κάνουμε grafitti στον άγιο Πέτρο δίπλα. «Άρον, άρον σταύρωσον αυτόν». Βλαστημώ γιατί άλλος κανείς δεν αναστήθηκε για μένα.
Σταμάτα να ριγάς τις ώρες τις ιεροσυλίας μου και θα μ’ αγιάσεις ερήμην μου. Δε μ’ ακούς. Για τιμωρία θ’ απαγγείλω λόγια που σου ‘πα πριν λίγο, λέξεις που ατίμασα προηγούμενες ημέρες…

«σκύψε νύχτα, έλα σιμά και κρύψε με σε μια μαύρη αγκαλιά
να κοιτάζω από μακριά πως καίγονται του Ιούδα τα φιλιά
σκόρπισε ‘κείνα τα βλέμματα που ακόμα με πονούν βαθιά
έλα τώρα που τα αγγίγματα σώπασαν και δεν με ταξιδεύουν πια

9 φεγγάρια σου τάχτηκα
στα 40 αλλάζω παράδεισο.

Σκύψε νύχτα, σαν να ‘σουν σκιά, δώσε ένα ζευγάρι φτερά
Να ξεφύγω από παρελθόν και παρόν που μου κάνουν νερά
Αγάπησε ‘κείνα που μίσησα και δίπλα μου κείτονται νεκρά
Παρ’ τα, εδώ είν’ όλα αλλιώτικα κ’ αγκαλιές πιο ξένες,
Παρ’ τα μακριά

9 φεγγάρια σ’ αγάπησα
στα 40 γεμίζω την άβυσσο

…και η φωνή σου που βρικολάκιασε μέσα μου

να μ’ αγαπάς, να μ΄ αγαπάς
όσο μπορείς και όσο αντέχεις
μα αν αυτό σε κάνει να πονάς
τότε απλά να με προσέχεις…


Μικροπωλητή της ηδονής νύσταξες. Γείρε και κοιμήσου γιατί πιο πολύ φαρμάκι θα σε σκοτώσει. Μου ‘πες το πρωί καλοκαίριασε. Ετοίμασες ήδη τα πράγματα σου. Ξεχάστηκαν οι ελπίδες σου στον ήλιο και κάηκαν. Ποτέ δεν πήραν προφυλάξεις. Ποτέ δεν τις ξανάδα τόσο κόκκινες. Να θυμηθώ να κοιτάξω στο ψυγείο αν έμεινε κανένα γιαούρτι ν’ απλώσω στην πλάτη τους ν’ αρπάξει το κάψιμο. Να διαλέξω εκείνο το ζωντανό που έληξε χτες. Απλώνεται καλύτερα. Ιδιαίτερα πάνω στον καθρέφτη. Άλλη μια εικαστική παρέμβαση στην μονότονα γκρίζα ζωή μας.]


Απόξεση μήτρας. Απόξεση ζωής.
One night stand. One life stand.

[Ακόμα να κοιμηθείς; Τι λες; Ταιριάζεις και ‘συ ψεύτικα στιχάκια; Να σ’ ακούσω λοιπόν…
«σε κοιτάζω
και τρομάζω όπως δεν τρόμαξες ποτέ στα όνειρά σου
σε θυμάμαι
να μ’ ονομάζεις ψιθυριστά αγαπημένη ξενιτιά σου
με κοιτούσες
και ρωτούσες αν λεηλατείς τα σ’ αγαπώ στα όνειρά μου
μα ξεχνούσες
πως ήμουν λάβα στο αίμα σου, μαχαίρι στην καρδία σου
με φιλούσες
δεν μιλούσες μόνο σιωπή, λες, ταιριάζει στη χαρά σου
αχ, γελούσες
και ήσουν φως μες στο ψέμα σου, σκοτάδι στη ματιά μου
σε θυμάμαι
σα με φωνάζεις συλλαβιστά μικρή γαλάζια λησμονιά σου
θα σε χάσω
χαράσσω λόγια στο στόμα σου, ρυτίδες στη σκιά σου»
Αποκοιμήθηκες; Είναι γι’ άλλους η ποίηση, όχι για μας. Το πρωί θα πεις
«Ήμαρτον!»]



Stop! Φώτα!
Βαθιά εισπνοή (από το διάφραγμα παρακαλώ) και αρχίζω
«Σκόρπισε τις λέξεις και ‘γώ γονυπετής ξωπίσω σου θα ικετεύω ξορκίζοντας ενοχές. Άπλωσε το φως, διάφανο ρούχο, ακριβό να με ντύσεις και ύστερα με γδύνεις με πληρωμένα, δανεικά «σ’ αγαπώ». Έτσι όπως είσαι. -Θεέ μου τι βλαστήμια- Μετουσιώνει την ύλη μου. Έτσι θέλω να σε ξεχνάω κάθε ξημέρωμα. Με την πλάτη γυρισμένη, τα χέρια ματωμένα από το πρώτο μου αίμα.
Το ξέρεις πως είμαι εδώ. Η πνοή σου με σφυρηλατεί. Παίρνω τη μορφή της. Μη! Μη γυρίσεις. Μη γέρνεις το κορμί σου σκιάζονται τα ψέματα μου και δεν έχουν απογαλακτιστεί ακόμα. Όρισα τις συντεταγμένες σου χωματένιε μου μα το βλέμμα σου δε χωρά σε δίστιχα. Και πώς σιχαινόσουν τους διθυράμβους. Ιαχή μου!
Δεν έμεινε άλλο αίμα στην καρδία μου να δώσει ρυθμό στο ανούσιο. Ως και τα όνειρα μου σταματήσαν να ματώνουν. Τόσο αίμα! Ξεχείλισαν οι πασχαλιές και ας μην σε σταύρωσα ακόμα. Έννοια σου και έκανα παραγγελιά αγριοτριανταφυλλιές. Ανάμεσα σε 3 ψέματα. Πισώπλατα στην μόνη σου αλήθεια θα σε σταυρώσω. Κάθε ξημέρωμα θα σκοτώνω και μια Μοίρα. Με την Άτροπο θ’ αναστηθείς. Αλλά φτωχέ μου τρελέ ο βασιλιάς σου εξόριστος πλέον θα σαρκάζει για σε τα σημεία των καιρών.
Σκόρπισε τις σιωπές. Νύχτωσε. Μήτε σήμερα σ’ έμαθα να μ’ αγαπάς. Μα απ΄ την άλλη δεν κατάφερα να με μισήσω. Ίσως έτσι τα πεπρωμένα μας να πάτσισαν έναν ήλιο ακόμα.]


Διάλειμμα!

[Συγχώρα με. Μην μ’ αγαπάς απόψε. Μόνο Συγχώρα με. Μην ψάχνεις το αντικείμενο. Το χω δώσει στη σιωπή. Εκεί να το γυρέψει η συγχώρεσή σου. Μη σβήνεις τα φώτα. Άφησέ τα ανοιχτά. Άσε και το ράδιο χαμηλά να ακούω τη βροχή. Όχι. Μην έρχεσαι κοντά. Μείνε εκεί και μίλα μου. Το ξέρεις πως δεν μου μίλησες ποτέ ως τώρα; Σταμάτα να μ’ αισθάνεσαι. Σταμάτησε να είσαι άτομο. Γίνε πρόσωπο.
Μίλα μου. Σε παρακαλώ. Χόρεψέ με με τις λέξεις. Μήπως και καταλαγιάσουν για λίγο οι δικές μου….
Φλυαρείς. Δεν έμαθες ποτέ να μιλάς. Δεν έμαθες ν’ ακούς. Δεν έμαθα να μιλώ τη γλώσσα σου. Συγχώρα με


Κρύο. Πώς κρυώνω… Όχι ξανά. Όχι πάλι. «Θυμάμαι μέσα από σένα». Αυτό σου ‘χα πει. «Και μετά τι;» Έφυγες. Έφυγες και καθάρισε ο τόπος. Μου ‘χες γεμίσει το σπίτι λάσπες. Ξέθαβες, ξέθαβες, ξέθαβες. Τι ξέθαβες; Αέρα κοπανιστό. Άντε και μου τελειώνουν οι αυταπάτες…»
Μου ’χε υποσχεθεί να με πάει την τελευταία μέρα της άνοιξης εκδρομή στον ασημένιο κήπο. Μου ‘χε πει «Μου είπες ποτέ λόγια; Μου είπες αλήθεια ή ψέματα; Μου είπες πως ήσουν 20 χρονών. Έλεγες αλήθεια. Και δε σε πίστεψα…» Γίνεται ένας άνθρωπος να έχει παραλλαγές αναμνήσεων όπως έχει παραλλαγές ενοχών; Και σου ‘γραφα γράμματα σ’ ένα κατ’ επιλογήν παρελθόν μου.
«Και ‘κείνο το πουλάκι που ‘χες αφήσει πίσω ψόφησε. Χτες. Προχτές. Κανείς δεν μπόρεσε να πει με σιγουριά. Από τη βρώμα το καταλάβαμε. «Σκοτάδι και μη δει άνθρωπο» είχες πει. «Μη δει τροφή» κατάλαβα. Πώς το λέγανε; Κρύο; Κρύο ή κόλαση;»
Μου είπες αντίο. Νομίζω. Όλα θολώνουν. Παγωμένα κύματα με χτυπάνε κατάσαρκα επαναλαμβάνοντας «Κρύο, κρύο, κρύο…» Και ύστερα λέξεις κατάψυχα «Κόλαση, κόλαση, κόλαση…»

«Καίω ανθρώπους. Έλα κοντά να ζεσταθείς και δεν θα βαλσαμώσουμε χίμαιρες απόψε. Φέρε μου δάκρυα πετρωμένα να ξεδιψάσω και ξένες ενοχές να πλαγιάσω. Ένα ξένο χτες πνιγμένο στ’ αλκοόλ και τον ιδρώτα, να τρεκλίζει και να με βρίσκει το δρόμο του στο αύριο. Ασήμωσε και είναι τόσα που δε θα δεις ποτέ να γυαλίζουν σε ξένα μάτια.
Σταμάτα να με ξεκλειδώνεις και πέταξε τα κλειδιά στο πάτωμα. Θέλω να τα’ ακούσω να πέφτουν στο πάτωμα. Έτσι, μόνο έτσι δε θα σου δώσω συναισθήματα παρά μόνο αισθήσεις να κορέσεις την πείνα και την δίψα σου. Θυμάσαι εκείνη την φιλενάδα μου, που μας έλεγαν οι εραστές της πως αφού έκαναν έρωτα, εκείνη πήγαινε αθόρυβα κάπου παράμερα και έκλαιγε; Την βρήκανε προχτές. Δεν έχει σημασία το που, το πώς, το πότε, το γιατί. Όχι πια. Ξέρεις τι είπαν; Πως ήταν παρθένα.
Όχι. Μη μου στεναχωριέσαι και η χλαμύδα της θλίψης δεν είναι για μας. Έλα να ταιριάξουμε αλλιώτικα λόγια που ‘χουμε πει, να γλυκάνει η επανάληψη την αγρύπνια μας, να μερώσει το κενό μας. Νοιώθεις και ‘συ ‘κείνα τα βράχια, το κενό, το απέραντο γαλάζιο να σε σαρκάζουν;
«Άσπρο και μαύρο. Να τα ξεσκίσεις, να ξεπηδήσει καυτό και αφηνιασμένο το κόκκινο, να πετάξει απέραντο γαλάζιο, να κυλήσει στο κορμί σου διάφανο». Κυνηγάω να πιάσω τη διάφανη ελευθερία, μα ‘κείνη όλο μου ξεφεύγει. Θα ‘ναι αλλιώς η ελευθερία φαίνεται.
Πάθος… Αγρίμι… Τι θεός σ’ έπλασε εσένα και μου πετάς τέτοιες λέξεις; Τι περιμένεις να σου φωνάξω; Έλεος για αλληλούια; Καννιβαλίζω την μοναξιά σου, μαθητεύω σ’ ό,τι ποτέ δε θα σαρκώσεις. Μην υποτάσσεσαι στους ρυθμούς μου και θα σε βάλω να με πουλήσεις Κυριακή ξημέρωμα Εσύ ήσουν ή άλλος που ΄χε σωπάσει και είχε αφήσει το αλκοόλ να μιλήσει λίγο πριν σωπάσει ξανά; Συγχώρα με, που δεν θυμάμαι, μα ταιριάζει το ψέμα σ’ όλα τα μεγέθη. Έτσι δεν είχαμε συμφωνήσει μάτια μου; Ή όλα ή τίποτα…
Ποιος να ξέρει ποιο τίποτα να σε ματώνει τώρα και δεν μου το φανέρωσες ποτέ. Λησμόνησα και τα λόγια που ‘χες πει…. Από κάπου μπάζει.»


Σίγουρα από κάπου μπάζει. Από δεξιά μπάζει, από αριστερά μπάζει… αυτό δεν ξέρω να σας το πω με σιγουριά. Εξαρτάται ποια βίδα έχει λασκάρει. Παρλιακό είναι σίγουρα το… πώς είπατε; Καλύτερα παρλιακό παρά φλώρα; To ίδιο απάντησε και ο κύριος στη σκηνή και να η κατάντια του.
Φώτα!

«…ο μου ή δικό σου; Τι τα ‘φερες τις παλέτες και τα καβαλέτα; Ζωγραφίζεις ένα γλάρο για μένα; Ω ευχαριστώ πολύ. Μένω υπόχρεη. Και πώς ξέρεις εσύ τι είναι οι γλάροι, νυχτοπούλι μου; Να ‘ναι παιδιάστικες οι γραμμές για το τότε, μα το βλέμμα του να ‘ναι το πιο δικό μου βλέμμα. Δε στο ‘πα ποτέ μα αν κρυφτείς κάπου και παρατηρείς αθέατος έναν γλάρο να στέκεται μόνος θα δεις ένα βλέμμα άλλο. Κλέψε το και θα δεις ότι δεν θα ξεφτίσει. Εγώ αυτό έχω. Το ‘χω κόψει σε λωρίδες και τις καίω μια-μια στο ταξίδι. Πόσες άραγε να μου ΄χουν μείνει ακόμη; Και μετά τι; Θ’ αρχίσω να με νοιώθω να σβήνω, να βυθίζομαι σιγά-σιγά; Ν’ αρχίζω να μην αισθάνομαι τίποτα, παρά μόνο εμένα να βουλιάζω σε κάτι απροσδιόριστο; Σα να φεύγω, σα να με χάνω δίχως πόνο, δίχως χαρά; Κάποιος μου ‘χε πει ότι τελικά βλέπεις το κορμί σου ριγμένο κάτω, παγωμένο, ήρεμο, εκεί που η μάχη ανάμεσα στο 0 και στο 1 έχει κριθεί. Και κανένας δεν γύρισε ποτέ να πει πως μετάνιωσε.
Θα μου ζωγραφίσεις και 1 γκιώνη μετά; Δεν έχω δει ποτέ μου και όταν είχες βρει έναν και τον είχες φέρει σπίτι και σου ζήτησα να τον δω εσύ μου τον έκρυψες και μου έλεγες συνέχεια «Σκοτάδι και μη δει άνθρωπο. Σκοτάδι και μη δει άνθρωπο. Σκοτάδι και…» Σε βαρέθηκα να σ’ ακούω να το λες. Μόνο εσύ έμπαινες και μουρμούριζες σα να ‘τανε προσευχή. «Όχι, δεν είναι δυνατόν. Δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο εγώ».
Ρε άι στον κόρακα και μ’ έπρηξες. Κοίτα με στα μάτια. Μέσα … Βαθιά… Εδώ γεννήθηκες, τούτος ο κόσμος σ’ έκανε ότι είσαι και αν δεν το νοιώσεις να κατασπαράζει τις σάρκες σου, να βυζαίνει το αίμα σου, δεν πρόκειται να βρεις το εξωπραγματικό που ζητάει η ψυχή σου για να αναπαυθεί. Ακόμα και ο γκιώνης είχε συμφωνήσει μαζί μου και για να επικυρώσει τα λόγια μου… ψόφησε! Να και κάτι που θυμάμαι. Τον ήχο από το καζανάκι, που τον πέταξα για να σε εκδικηθώ, για μήνες τη δική σου σιωπή και μετά σε μια θολούρα τη φωνή σου να ουρλιάζει «Πάλεψέ το! Μ’ ακούς; Πάλεψέ το! Μη του αφήνεσαι!» Ήταν το πρώτο μου ραντεβού με την άλλη όχθη. «Πάλεψέ το!…» Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί γύρισα και ας είσαι πεπεισμένος πως η μοίρα κάποια σχέδια θα ‘χει για μένα για να με φέρει πίσω τόσες φορές. Μα εγώ είμαι μάτια μου το πεπρωμένο μου. Εγώ και τίποτα ή κανένας άλλος. Και με κάθε κομμάτι που θάβω φαντάζει ολοένα και πιο γυμνό, ολοένα και πιο ανελέητο…

[Μήπως έχετε να μου χαλάσετε
-σας παρακαλώ-
αυτό το χαρτονόμισμα, σε κέρματα ευτυχίας
μ’ αρέσουν πιότερο τα κέρματα
έτσι φαίνεται περισσότερη η ευτυχία
καθώς τραγουδάει υπερφίαλα στις τσέπες.
Δεν πειράζει που ‘ναι τρύπιες οι τσέπες και γλιστρούν.
Κάποιος άλλος θα τα βρει.
Κάποιος που τα ‘χει περισσότερο ανάγκη.]

Σε κουράζω όμως και η νύχτα προχωρά νωχελικά. Να δοκιμάσω να αυτοσχεδιάσω κάτι απλό. Από εκείνες τις μαλακίες, που σας άρεσαν όταν μου ξεφεύγανε. Για να δούμε τα καταφέρνω ακόμα;
….Τρίβω τον ύπνο σε ψίχουλα να θρέψω τα’ αερικά και με παίρνει το παράπονο που στο σχολείο δε μας ‘μάθαν να φτιάχνουμε χιονάνθρωπους. Τόσα καρότα, σκούπες και κασκόλ τι να τα κάνω; Για πες μου είμαι ηλίθια, που δεν καταλαβαίνω τον φαντασμένο, που ομφαλοσκοπεί λέγοντάς «όλοι κουβαλάμε αθέατοι τις πληγές μας, σαν άδικες κατάρες και είναι κάτι φεγγάρια κολασμένα, που τις ξύνουν»; Άκουσες το ψέμα να ξεψυχάει ανάμεσα στις λέξεις, που έχουν κουραστεί. στα χείλη; Όχι; Σου δίνω μια δεύτερη ευκαιρία τότε.
«Πάτησε πάνω στις πληγές μου και έλα.
Ακολούθησε την κραυγή της σιωπής.
Μέσα στη μήτρα της κλείνω την 7η μέρα της δημιουργίας μου
Μην ψάξεις το βλέμμα μου
Θα ‘ναι αλλού
Θα ‘ναι στη θάλασσα, που δεν ένιωσες ποτέ,
Με κάθε κόκκο αλατιού να χορεύει το χορό της φωτιάς στα μωβ σημάδια της λήθης
Πάτησε πάνω στις πληγές μου και έλα.
Έλα όσο είναι ακόμα σκοτεινά
Και μπορώ να κρύβω τις καταιγίδες των ματιών μου
Σε προσμένω όπως κανείς άλλοτε
Έχω να σου δείξω ήλιου θανάτους
Και χρώματα κλεμμένα του παραδείσου
Λόγια όμοια με ψεύτικα πολύχρωμα βραχιόλια.
Ανάσα κομμένη, του χρόνου η αυτοκτονία
Μα θα ‘ναι σκοτεινά και ‘συ θα προσπεράσεις…»
Το άκουσες τώρα; Θα μου μάθεις για αντάλλαγμα να φτιάχνω χιονάνθρωπους το χειμώνα που μας έρχεται; ήρθε ο διορισμός μου. Ας είμαι αναλφάβητη. Μου ‘παν θα με πληρώνουν να φτιάχνω χιονάνθρωπους…

[«Στην σύγχρονη εποχή του άκρατου ευδαιμονισμού και του τεχνολογικού θριάμβου βαλσαμώνουν τις χίμαιρες. Τα χάσματα των ονείρων έχουν πάψει από καιρό να συνδιαλέγονται με διαλλακτικότητα και διαλεκτικότητα ενώ η αλλοτρίωση της ευτυχίας σε συνδυασμό με την δυσπροσδιόριστη έννοια της ποιότητας ζωής μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η λεγόμενη πνευματική ανέλιξη του ανθρώπου με αφήνει παγερά αδιάφορη. Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι κάθε είδους κρίση, διάκριση, κατάκριση, επίκριση των πολεμοκάπηλων αισθήσεων ισοδυναμεί με ανάκριση ενοχών. Παράλληλα ο συγχρωτισμός….» Μπα… ούτε ο δοκιμιακός λόγος μου ταιριάζει. Καλύτερα και έχω κόσμους ακόμη να διασχίσω.
Πόσες ατλαντίδες θα μετρήσεις απόψε και μου ‘μεινε η Σάντα Ειρήνη λειψή. Έβρεχε χτες στα όνειρα σου μα μου ΄λεγες πως νόμιζες πως σ’ άκουγες να γελάς. Να μου προσέχεις του δαίμονές σου και έχω να τους κεράσω βλέμματα και λόγια κάλπικα.
Ξύπνα υπναρά. Μάζεψε τις φωτιές στο και πάμε για πυροφάνι. Λογάριασα τις αναμνήσεις μου και κάποιες λείπουν. Πεθύμησα χαλκό και κίτρινο τριαντάφυλλα. Εσύ;
Όχι. Δεν έχω δει ποτέ τους μαύρους κύκνους στις δρακόλιμνες. Γιατί σε φωνάζουν Δαναό και ‘συ αποκρίνεσαι; ]

Χτύπα με τώρα λοιπόν αλύπητα αν θες πες τα σ’ όλους. Δε με νοιάζει πια.» Και σε χτύπησα. Σε χτύπησα τόσο που ακόμα πονώ….»

[Θάλασσα ανοίξου. Εγώ θα κάτσω κάπου παράμερα να σε κοιτώ. Άσε το γαλάζιο σου λεύτερο ν’ ανεμίζει στη ματιά μου, να τα’ αναπνέω, να μεθώ. Μη με μαρκάρεις αυτή τη φορά. Το προηγούμενο αλάτι ακόμα σκίζει τα χείλη μου. Μουρμουρίζεις. Ώρες, νύχτες, αιώνες ατελείωτους. Δεν απόκαμες ακόμα; Πάλι ετοιμάζεσαι να του δοθείς του ουρανού. Μα δε θα κάμεις φουρτούνα απόψε. Σταμάτα να γδύνεσαι για μια στιγμή. Μη μου στέλνεις άλλο τα’ άσπρα πέπλα σου και μου τελειώνουν οι αρνήσεις. Τι γαλάζιο….
Πώς θα ‘θελα η ελευθερία μου να ‘χε κάτι απ’ την ψευδαίσθησή σου. Να μην ήταν διάφανη η ξεδιάντροπη. Ματώνει ο ουρανός. Πληρώνει το τίμημα που όρισες. Πες «Ήμαρτον». Πες το να σ’ ακούσω δε σου ‘πανε πως είναι ύβρη να σαρκάζεις την ανθρώπινη μικρότητα μ’ αυτόν τον τρόπο;
Σχώρα με. Λησμόνησα κυρά μου. Εσένανε δε σε στείλανε σχολείο.]


Κρύσταλλο. Το φως να περνά μέσα του και να σκίζεται σε κομμάτια. Ελάτε να μαλώσουμε αν ήταν άσπρο ή διάφανο. Εσύ κατεργαρούλη στις πίσω σειρές, έλα μπροστά να κρυφογελάσεις, εδώ το ψέμα φαντάζει αλλιώτικο. Που είχαμε μείνει; Α, ναι. Σας δίδασκα εγώ η αμαθής. Ξέρετε ξεγελάς τον άλλον σαν είσαι άσχετος με το άθλημα και ας φανφαρίζουν πως οι αγράμματοι φυλάνε τα μυστικά του κόσμου όλου. Σκόρπισε το μυαλό μου και ‘γω τώρα πώς να σας διδάξω; κρατάει κανείς σημειώσεις; Εσύ; Να μηδενιστείς! Πάραυτα!!! Και τη δευτέρα να ρθεις με τα παιδικά όνειρά σου. Ωχ, να χαρείς και ‘συ τα χάδια που ονειρεύτηκες σταμάτα να ρίχνεις πετραδάκια στο τζάμι και δεν μπορώ να τιθασεύσω το κορμί μου. Το άσπρο ή το διάφανο δίνει ταυτόχρονα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Οι πίσω σειρές να σταματήσουν να πετούν σαΐτες παρακαλώ. Όλα τα χρώματα είναι ταυτόχρονα ένα ή κανένα; Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς. Το ‘σπασες το τζάμι. Σταμάτησε πια και οι αισθήσεις μου ήδη ξεχύθηκαν στις σκάλες. Το μαύρο πάλι ρουφάει όλα τα χρώματα και δεν αφήνει κανένα… Τι θες πια στο τζάμι;
(να σε θωρώ,
να σε ποθώ,
εσένα ν’ ανασαίνω,
ρούχο φτηνό,
κορμί γυμνό,
γι’ αγάπη σου παλεύω)
Δε βλέπεις πως κάνω μάθημα;
(να σ’ αγαπώ,
να σε φιλώ,
δήθεν ν’ αργοπεθαίνω,
βλέμμα ψυχρό,
κρασί γλυκό,
τα δίχτυα μου μαζεύω)
Τσακίσου από μπροστά μου!
(αχ, πώς ριγώ,
σαν σε μισώ,
και σαν κοντανασαίνω,
έλα εδώ,
για σένα ζω,
για ζήλια τους μισεύω)
Τελειώσαμε παιδιά! Φευγάτε και έπιασε ζέστη! Τα πρώτα θρανία να μάθουν να αγαπούν και τα τελευταία αν ήταν εδώ θα βλέπαν πως δεν είναι κρύσταλλοι μα δάκρυα ξωτικών. Έρχομαι. Και έχω χρώματα να σε γδύσω…»
Και ύστερα σου λένε πως η σημερινή νεολαία ξέρει από πάθος και έρωτα. Τα..τα..τα…
Διάλειμμα και της πιάστηκε της παλαβιάρας το χέρι να γράφει.
Διάλειμμα!
Φώτα πλατείας!

Σκασμός! Φώτα!
Νομίζατε πως θα γλιτώνατε έτσι εύκολα; Σε καμιά περίπτωση χρυσά μου. Έχει κι άλλο.
Για φωτισμό τώρα. Το κανόνι παρακαλώ.
Φώτα!


»[Δώσε μου τους φόβους σου. Δώσε μου τις ώρες της αγρύπνιας σου. Έλα. Μην τρομάζεις. Δώσε μου τους φρικτούς σου εφιάλτες. Θα τους κρατήσω τρυφερά στην αγκαλιά μου. Εγώ είμαι. Η ένας που ήταν εδώ χτες. Η ένας που δα είναι εδώ αύριο. Βιάσου. «αργήσαμε» τηλεγραφεί κάποιο ξεκούρδιστο ρολόι και τα χέρια μου χάσκουν άδεια. Είμαι εδώ. Τώρα αλλά ίσως να μην ήμουν εδώ χτες γιατί 2 άνθρωποι δεν αγαπήθηκαν. Ίσως να μην είμαι εδώ αύριο γιατί δεν είσαι εδώ να αγαπάς για μένα.]
ο Γιώργος, ο Δημήτρης, ο Νίκος, η Μαρία… τους θυμάσαι καθόλου; Σκορπίσαμε. Κάποιοι φύγαν. Δεν γιορτάζουμε πια. Δεν δέρνουμε φλώρους μετά την παρέλαση»

Δεν υπάρχουν σχόλια: