Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2008

Code Red Tori Amos



Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε. Όλο έλεγε ότι την επομένη θα γυρνούσε νωρίτερα στο σπίτι αλλά όλο κάτι τύχαινε και επέστρεφε λίγο πριν βραδιάσει. Φορτωμένη τσάντες, έγγραφα προχώρησε αφηρημένη στο διάδρομο. Παραπάτησε. Κοίταξε κάτω και είδε έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο. Πέταξε τσάντες και έγγραφα στον καναπέ και επέστρεψε να πάρει τον φάκελο. Δεν έγραφε τίποτα επάνω. Τον άνοιξε προχωρώντας προς το τηλέφωνο να ακούσει τα μηνύματα στον τηλεφωνητή. Καθώς τα άκουγε, έβαλε το χέρι μέσα, φωτογραφίες. Τις έβγαλε.
Εκείνος με μία άγνωστη. Σημειωμένα επάνω τοποθεσίες, ημερομηνίες. Ζαλίστηκε. Κάθισε στην πλάτη του καναπέ. Κάθε μεγεθυμένη φωτογραφία, που έβλεπε την πέταγε σαν σαΐτα στο πάτωμα. Μια μαχαιριά ανάμεσα στις φωτογραφίες την έριξε γονατιστή στο παγωμένο μάρμαρο πάνω στα γυμνά κορμιά τους. Έκλεισε τα μάτια και ανακάθισε. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι άλλο. Τώρα. Ενστικτωδώς κάλυψε την κοιλιά της. Άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά, δίπλα στο αυτί της. Άπλωσε το χέρι και έπιασε το τηλέφωνο.
- Τον πήρες τον φάκελο; Μια άγνωστη γυναικεία φωνή.
Σιωπή. Άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε τις φωτογραφίες. Η φωνή μπορεί να
μην είχε όνομα αλλά είχε σίγουρα πρόσωπο. Σιωπή. Έπρεπε να μείνει συγκεντρωμένη. Εισπνοή από τη μύτη, εκπνοή από το στόμα. Στα αυτιά της ήρθε ο ήχος μια καρδιάς που χτυπούσε σαν τρελή.
- Δεν μιλάς; Δεν χρειάζεται να πεις κάτι. Κοίτα στην πόρτα σου.
Εκείνη την ώρα ακόμα ένας φάκελος εισέβαλε στο σπίτι. Έκλεισε το
τηλέφωνο και το άφησε να πέσει στο πλάι της. Τι νόημα είχε; Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά ξανά. Το έβγαλε από την πρίζα. Σε λίγο ξεκίνησε να χτυπά το κινητό. Το έβγαλε από την τσάντα και το απενεργοποίησε. Κάθισε στον καναπέ με τα μάτια καρφωμένα στον κλειστό φάκελο. Σηκώθηκε και άρχισε να μαζεύει τις φωτογραφίες από το πάτωμα. Πήρε τον άδεια φάκελο, πήρε και τον κλειστό φάκελο και επέστρεψε στον καναπέ. Τα άφησε στο τραπεζάκι δίπλα στα πόδια της.
Άρχισε να τρίβει μηχανικά τη μέση της που πονούσε με το βλέμμα καρφωμένο στις φωτογραφίες. Πήρε και τον δεύτερο φάκελο και τον άνοιξε. Περισσότερες φωτογραφίες. Δικές της, δικές τους. Τις πέταξε στο πάτωμα.
Έκανε να σηκωθεί. Αλλά γονάτισε πάλι. Προσπάθησε να στηριχτεί στον καναπέ και ένοιωσε το χέρι της υγρό. Γύρισε την παλάμη. Κόκκινο, μετά γκρι και πέφτοντας μαύρο…

2 σχόλια:

Spark D' Ark είπε...

[...][...][...]

Αργότερα η φίλη μου με ξεμονάχιασε, και με τον τόνο κάποιου που υπενθυμίζει ένα σημαντικό ραντεβού, μού ανακοίνωσε ότι μίλησε με το γιατρό, που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φύγεις από μόνο σου: αν δε σε αφαιρέσω, θα πεθάνω από σηψαιμία. Θα πρέπει να το πάρω απόφαση. Θα ήταν αδιανόητο να σκοτώσεις εσύ εμένα, για να αποκατασταθεί η ισορροπία. Έχω ακόμα τόσα πράγματα να κάνω. Εσύ δεν τα άρχισες ποτέ, εγώ όμως ναι. Πρέπει, λόγου χάρη, να αναπτύξω την καρριέρα μου, και να αποδείξω ότι δεν είμαι λιγότερο άξια από έναν άντρα. Πρέπει να πολεμήσω τις ανέσεις που προσφέρουν τα "θαυμαστικά", και να καταφέρω τους ανθρώπους να υποβάλλουν στον εαυτό τους περισσότερα ερωτήματα. Πρέπει να σβήσω τον οίκτο μου για το άτομό μου, να πεισθώ ότι ο πόνος δεν είναι το αλάτι της ζωής. Το αλάτι της ζωής είναι η ευτυχία, και η ευτυχία υπάρχει, είναι η ίδια η αναζήτηση της ευτυχίας. Και πρέπει ακόμα να ξεδιαλύνω το μυστήριο που λέγεται αγάπη. Όχι εκείνη που τη γεύεται κανείς στο κρεβάτι, με τη σωματική επαφή. Εκείνη που ετοιμαζόμουνα να γνωρίσω μαζί σου. Μού λείπεις, παιδάκι. Μού λείπεις όσο θα μού έλειπε ένα χέρι, ένα μάτι, η φωνή: κι όμως μού λείπεις λιγότερο από χτες, λιγότερο από σήμερα το πρωί. Θα έλεγε κανείς ότι ώρα με την ώρα το μαρτύριο εξασθενίζει, για να κλειστεί σε μια παρένθεση. [...] Κάποτε διάβασα σ'ένα βιβλίο ότι την ένταση του πόνου που υποστήκαμε την καταλαβαίνουμε μόνο όταν ελευθερωθούμε από αυτόν. Τότε λέμε, κατάπληκτοι: πώς μπόρεσα ν' αντέξω μια τέτοια κόλαση; Σίγουρα 'είναι αλήθεια. Και η ζωή είναι κάτι εκπληκτικό. Κλείνει τις πληγές με ταχύτητα εκπληκτική. Κι αν δεν έμεναν οι ουλές, ούτε καν θα θυμόμασταν ότι από κεί κάποτε ανάβλυσε αίμα. Άλλωστε ακόμα και οι ουλές εξαφανίζονται. Μικραίνουν, και στο τέλος σβήνουν. Θα συμβεί και σε μένα το ίδιο; Άραγε θα συμβεί; Πρέπει να τα καταφέρω. Γιατί το θέλω, το απαιτώ.
[...]
Από πάνω μου υπάρχει ένα λευκό ταβάνι και δίπλα μου, μέσα σ'ένα ποτήρι, είσαι εσύ. Δεν ήθελαν να σε δώ, μα κατάφερα να τους πείσω, λέγοντάς τους πως ήταν δικαίωμά μου. Κι έτσι σε τοποθέτησαν εκεί, μ' έναν μορφασμό αποδοκιμασίας. Επιτέλους σε βλέπω. Κι αισθάνομαι ότι με εξαπάτησαν, δεν έχεις τίποτα κοινό με το παιδάκι της φωτογραφίας. Δεν είσαι παιδάκι: είσαι ένα αυγό. Ένα γκρίζο αυγό, που πλέει σ'ένα ροζ οινόπνευμα, και που μέσα του δεν διακρίνεται τίποτα. Η ανάπτυξή σου σταμάτησε πολύ πριν το πάρουν είδηση οι γιατροί: δεν έφτασες ποτέ στο σημείο ν' αποκτήσεις τα νύχια και το δέρμα και τα τόσα αγαθά που πίστευα πως είχες. Πλάσμα της φαντασίας μου, μόλις που κατόρθωσες να πραγματοποιήσεις την επιθυμία για δυό χέρια και δυό πόδια , για κάτι που μοιάζει κάπως με σώμα, για ένα ακαθόριστο περίγραμμα προσώπου, με μια μυτούλα και δυό μικροσκοπικά μάτια. Τελικά, αγάπησα ένα ψαράκι. Κι από αγάπη για ένα ψαράκι, επινόησα ένα Γολγοθά, που η συνέπειά του είναι ότι κινδυνεύω τώρα να τελειώσω κι εγώ.
[...]
Τώρα είναι νύχτα: το λευκό ταβάνι άρχισε να γίνεται μαύρο. Και κάνει κρύο. Καλύτερα να φορέσεις το πανωφόρι σου, για να κατέβουμε στο ισόγειο. Εμπρός λοιπόν, φεύγουμε. Πάμε σπίτι μας. Θα ήθελα να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, παιδάκι. Μα είσαι τόσο μικροσκοπικό: δεν γίνεται να σε πάρω στην αγκαλιά μου. Μπορώ μονάχα να σε αποθέσω στην παλάμη τού ενός μου χεριού. Φτάνει να μην σε αρπάξει κανένα φύσημα του αέρα. Να κάτι που μες κάνει να σαστίζω: το φύσημα του ανέμου μπορεί να σε κλέψει από μένα, κι όμως είσαι τόσο βαρύ, που τρεκλίζω. Δώσε μου το χέρι σου σε παρακαλώ: να, έτσι. Τώρα εσύ με πηγαίνεις, με οδηγείς. Λοιπόν, δεν είσαι αυγό, ούτε ψαράκι είσαι: είσαι αληθινό παιδί! Το μπόι σου έφτασε κιόλας ως τα γόνατά μου. Όχι, ως την καρδιά. Όχι, ως τον ώμο. Όχι, πάνω απ' τον ώμο. Δεν είσαι παιδάκι, είσαι άντρας! Ένας άντρας με δάχτυλα γερά και τρυφερά. Τα έχω τώρα πιά τόσο ανάγκη: γιατί γέρασα. Δεν καταφέρνω ούτε τα σκαλιά να κατέβω, αν εσύ δεν με στηρίξεις. Θυμάσαι όταν ανεβοκατεβαίναμε τούτην εδώ τη σκάλα, προσέχοντας να μην σκοντάψουμε, σφιχτοδεμένοι οι δυό μας σ'ένα αγκάλιασμα συνενοχής; Θυμάσαι τότε που σε μάθαινα να την ανεβαίνεις μονάχο - δεν πήγαινε πολύς καιρός που είχες αρχίσει να περπατάς - και μετρούσαμε γελώντας τα σκαλοπάτια; Θυμάσαι στην αρχή πώς αρπαζόσουνα από κάθε προεξοχή, λοχανιάζοντας, καθώς εγώ σε παρακολουθούσα με απλωμένα τα χέρια; Θυμάσαι και τότε που τσακωθήκαμε, γιατί δεν ήθελες ν' ακούσεις τις οδηγίες μου; Στεναχωρέθηκα ύστερα. Ήθελα να σού ζητήσω συγνώμη, μα δεν μού ήταν εύκολο. Σε κρυφοκοίταζα κάτω από τα ματόκλαδά μου κι εσύ με αναζητούσες κάτω από τα δικά σου ματόκλαδα, ώσπου άνθισε στα χείλη σου ένα χαμόγελο, και κατάλαβα ότι είχες καταλάβει. Τι έγινε αλήθεια μετά; Η σκέψη μου θολώνει, τα βλέφαρά μου μοιάζουν πιό βαριά κι από μολύβι. Τάχα να είναι ύπνος, ή το τέλος; Πρέπει ν' αντισταθώ στον ύπνο, στο τέλος. Βοήθησέ με να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, απάντησέ μου: δυσκολεύτηκες πολύ να χρησιμοποιήσεις τα φτερά σου; Ήταν πολλοί εκείνοι που σε πυροβολούσαν; Τους αντιπυροβόλησες κι εσύ; Σε καταπίεσαν στην μυρμηγκοφωλιά; Σε νίκησαν οι απογοητεύσεις, οι πίκρες, οι θυμοί, ή στάθηκες όρθιος σαν δυνατό δέντρο; Ανακάλυψες αν υπάρχει ευτυχία, ελευθερία, καλοσύνη, αγάπη; Ελπίζω να σε ωφέλησαν οι συμβουλές μου. Ελπίζω να μην ούρλιαξες ποτέ τη φριχτή βλαστήμια "γιατί να γεννηθώ;" Ελπίζω να κατέληξες στο συμπέρασμα πως άξιζε τον κόπο. Έστω κι αν το τίμημα είναι ο πόνος, ο θάνατος. Είμαι τόσο περήφανη που κατόρθωσα να σε τραβήξω από το τίποτα, έστω κι αν το τίμημα είναι ο πόνος, ο θάνατος. Αλήθεια, κάνει κρύο τώρα, και το λευκό ταβάνι είναι κατάμαυρο. Αλλά εμείς φτάσαμε πιά: να η μανόλια. Κόψε ένα λουλούδι. Εγώ δεν το κατάφερα ποτέ, εσύ όμως θα μπορέσεις. Σήκω στις μύτες των ποδιών, τέντωσε το χέρι σου, έτσι μπράβο. Μα πού πήγες; Ήσουνα εδώ, με στήριζες, ήσουνα μεγάλο, ήσουνα άντρας. Και τώρα χάθηκες. Υπάρχει μόνο ένα ποτήρι με οινόπνευμα, που μέσα του πλέει κάτι που δεν θέλησε να γίνει άντρας, γυναίκα, κάτι που δεν το βοήθησα να γίνει άντρας, γυναίκα. Για ποιό λόγο έπρεπε να το κάνω, με ρωτάς, για ποιόν λόγο έπρεπε κι εσύ να το θελήσεις; Μα γιατί η ζωή υπάρχει, παιδάκι! Και λέγοντας πως η ζωή υπάρχει, έπαψα να κρυώνω, έφυγε ο ύπνος.. νιώθω πως η ζωή είμαι εγώ. Κοίτα, ανάβει κάποιο φως. Ακούγονται φωνές. Κάποιος τρέχει, φωνάζει, απελπίζεται. Μα κάπου αλλού γεννιούνται χίλια, εκατό χιλιάδες παιδάκια, μανάδες και πατεράδες των μελλοντικών παιδιών: η ζωή δεν έχει ανάγκη εσένα ή εμένα. Εσύ είσαι νεκρό. Ίσως να πεθάνω κι εγώ. Αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί η ζωή δεν πεθαίνει.

ΤΕΛΟΣ
http://mavrosgatos.blogspot.com/2006/10/blog-post_05.html

Spark D' Ark είπε...

ράμμα σ ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ. . .

«… δίχως εγωισμό παιδάκι, πίστεψε με: να σε γεννήσω δεν μου κάνει κέφι. Δεν το αντέχω να κυκλοφορώ στους δρόμους με φουσκωμένη την κοιλιά, να σε θηλάζω, να σε πλένω, να σε μαθαίνω να μιλάς. Είμαι γυναίκα εργαζόμενη, μ’ ένα σωρό άλλες υποχρεώσεις και ενδιαφέροντα : στο ξανάλεω, δεν σε έχω ανάγκη. . . Όμως ο σημερινός συλλογισμός μου μπορεί να αλλάξει έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη. Και πραγματικά, ναι, αυτό παθαίνω: νιώθω κιόλας μπερδεμένη, απροσανατόλιστη. Ίσως γιατί δεν μπορώ ν’ ανοίξω την καρδιά μου σε κανέναν. Είμαι μια γυναίκα που διάλεξε να ζήσει μόνη της . ο πατέρας σου δεν βρίσκεται κοντά μου . . . στον κόσμο που ετοιμάζεσαι να ζήσεις παιδάκι, όσο κι αν ισχυρίζονται το άλλαξαν οι καιροί, μια γυναίκα ανύπαντρη που περιμένει παιδί θεωρείται γενικά άνθρωπος ανεύθυνος. Στην καλύτερη περίπτωση, την βλέπουν σαν εκκεντρική, που θέλει να προκαλέσει την κοινωνία. Ή και σαν ηρωίδα. Ποτέ όμως σαν γυναίκα όμοια με τις άλλες . . . Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί, όταν μια γυναίκα αναγγέλλει ότι είναι νόμιμα σε ενδιαφέρουσα, όλοι τη συγχαίρουν, της αρπάζουν τα πακέτα από τα χέρια, την ικετεύουν να μην κουράζεται, να μην ταράζεται. Στη δική μου όμως περίπτωση, απομένουν βουβοί, μαρμαρωμένοι ή μου μιλάνε για άμβλωση . Θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για συνωμοσία, με σκοπό να μας χωρίσουν. Έρχονται στιγμές που νιώθω ανήσυχη, που αναρωτιέμαι ποιος θα νικήσει τελικά : εκείνοι ή εσύ κι εγώ παιδάκι . . . »

Οριάνα Φαλάτσι