Κυριακή, Μαΐου 17, 2009

Ιστορία ενός πιάνου Χ


Πήρα το κινητό του και το έβαλα στα χέρια του. Εκείνος τα έκλεισε πριν προλάβω να τα τραβήξω. Με κοίταξε κατάματα.
- Θα μου πεις πώς το κάνεις αυτό;
Το τηλέφωνο χτύπησε.
- Ξέρεις ποιος είναι;
- Έχει σημασία; Απάντησε της.
Άφησε τα χέρια μου και απομακρύνθηκε προκειμένου να μιλήσει στο τηλέφωνο. Ντύθηκα και άναψα τσιγάρο. Έκλεισε το τηλέφωνο, ήρθε κοντά μου και γονάτισε δίπλα μου.
- Μη φύγεις αύριο. Είναι άδικο.
- Πρέπει να φύγεις.
- Σκέψου το.
- Έχω μια ζωή που με περιμένει.
- …. η δική μου…
- Μη μιλάς. Σε παρακαλώ. Κλείσε τα μάτια. Άκου…
Έβαλα το χέρι πάνω στην καρδιά του. Την ένιωθα να πάλλεται στο χέρι μου. Έκλεισα τα μάτια μου. Μια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό μου μέσα από καπνό που έπαιρνε σχήμα, μορφή, φωνή….
«Μπαμπά»

Πετάχτηκε τρομαγμένος. Σηκώθηκα πίσω του. Με άρπαξε από τους ώμους και με ταρακούνησε δυνατά. Προσπαθούσε να μου μιλήσει. Ανοιγόκλεινε τα χείλη του, άρχισε να βαριανασαίνει ενώ κρύος ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του. Τα χέρια του έπεσαν βαριά και τρεκλίζοντας έπεσε στο πάτωμα ενώ η ανάσα του γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη.
Γονάτισα δίπλα του, έβαλα το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια μου και τον ανάγκασα να με κοιτάξει.
- Ηρέμησε. Είσαι πιο δυνατός από αυτό. Ανάσαινε ήρεμα. Μπορείς.
Έβαλα τα χέρια μου μπροστά στο στόμα του, καλύπτοντας και τη μύτη του. Τρόμαξε και με πέταξε με δύναμη μακριά του. Σύρθηκε μέχρι τον τοίχο, κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο. Δεν είχα χρόνο. Άνοιξα την τσάντα και έβγαλα μια χάρτινη σακούλα. Τον πλησίασα και γονάτισα δίπλα του βάζοντας τη σακούλα στο πρόσωπό του.
- ανάσαινε.
Πήγε να με διώξει πάλι.
- ανάσαινε!!!
Έβαλα ξανά το χέρι στην καρδιά του. Πόνος. Τρόμος. Σκοτάδι. Φως. Έκλεισα τα μάτια μου. Στάθηκε στην άκρη του γκρεμού. Κάτι έτρεχε ζεστό στο πρόσωπό μου. Άνοιξε τα χέρια και επέλεξε να πέσει. Έπεφτε και έπρεπε να τον προλάβω. Έπρεπε να τον βρω μέσα στην νύχτα της ψυχής του και να τον τραβήξω έξω. Να προλάβω. Ακολούθα τον πόνο και θα βρεις την ψυχή. Τον άρπαξα και τον έβγαλα έξω.
Η ανάσα του άρχισε να ηρεμεί σιγά – σιγά. Έφερα τα χέρια στο πρόσωπό μου. Τα κοίταξα. Η μύτη μου αιμορραγούσε. Ένα τηλέφωνο χτυπούσε αδιάκοπα. Τον ένοιωθα να με κοιτάζει τρομαγμένος. Σύρθηκε μέχρι το τηλέφωνο. Απάντησε ξέπνοος. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο κρεβάτι και έσφιξα τις γροθιές μου.
Μην πέφτεις. Όχι αν δεν μπορείς να σταθείς. Όχι αν δεν έχεις κάποιον να σε κρατήσει.
Ένοιωσα το χέρι του ζεστό στο λαιμό μου.
- Πώς ήξερες να με βρεις;
- Φύγε, απάντησα ξέπνοα.
- Τι είσαι;
- Η νύχτα που δεν τελειώνει ποτέ.
Σηκώθηκε και επέστρεψε σε λίγο με μια βρεγμένη πετσέτα. Προσπάθησε να με καθαρίσει από το αίμα, που είχε σκεπάσει τη σκέψη μου.
- Μείνε. Μέχρι το τέλος της νύχτας. Το τέλος των ανθρώπων…
Τον κοίταξα. Στα μάτια του έτρεχε αφηνιασμένος ο χρόνος, σαν καταρράκτης σκόρπιζε τη μοίρα, τα λόγια, ανθρώπους, πρόσωπα και κορμιά που πλαγιάσαμε μέχρις ότου εξαντληθούν όλοι οι δρόμοι, σκορπίσουν σαν την άμμο στον αέρα. Μέχρι τη στιγμή που δεν έχει μείνει τίποτα, από κανέναν, εκτός από μια ανάσα καυτή.
Έβαλε το χέρι στην καρδιά μου.
- ακούς;
- Νιώθεις;




Δεν υπάρχουν σχόλια: