Τρίτη, Αυγούστου 25, 2009

Δωσ' μου 1 τσιγάρο. Δωσ' μου και φωτιά....


Χχχρρρριτς…. Χρρρουτς!
Όλα εκείνα που παλεύω να κλείσω έξω, γρατσουνάνε την πόρτα μου. Πώς γίνεται και πάντα κουβαλώ μουσική μέσα μου; Ακόμα και στην αδιακρισία των ξένων. Γλυστρώ ανάμεσα στις σκιές, κάνοντας ελιγμούς, να μην ενοχλήσω, να μην σκοντάψω, φορτωμένη χιλιάδες comme il faut. Όταν δεν με βλέπει κανείς, μόνο τότε, σηκώνω το βλέμμα, και ψάχνω να δω έξω από το παράθυρο, μια λίμνη που απλώνεται, ήρεμη, μέσα στα φώτα. Ανάβω τσιγάρο με ένα πλαστικό ποτήρι με 2 δάχτυλα νερό, να φυσάω τον καπνό και να ψάχνω το τέρμα της λίμνης, το τέρμα της νύχτας.

Δεν ξέρω γιατί γυρίζω στους διαδρόμους, γιατί δεν ηρεμώ, γιατί θέλω τόσο πολύ να φύγω από αυτή τη βρώμικη, φωνακλάδικη φυλακή. «Γιατί καπνίζεις; - Γιατί είναι το μόνο που καίγεται για μένα» Μια χώρα καίγεται. Τόσα χρόνια θυμός. Δεν μέρωσε ακόμα. Και με θυμάσαι θυμωμένη, να ξεσπάω…. Μαινάδα. Σου θυμώνω για όλα εκείνα που μείναν στην μέση μα πιο πολύ για το τώρα… για τα ανδρείκελα που αρχειοθετώ.

Ακόμα μια μέρα έφυγε. Επιτέλους. Να πάει αλλού.
Ένα τσιγάρο ακόμα. Για μένα. Για την πάρτη μου και όλα εκείνα που με βγάζουν στους δρόμους. Λίγη μουσική ακόμα να χορέψει το βλέμμα. Μέσα στη νύχτα. Ακόμα και στο σπίτι, κόβω βόλτες έξω… Περνάει η ώρα. Δεν θα ξυπνάω με τίποτα αύριο. Δεν με νοιάζει. Σπίτια καίγονται. Φίλη μου έχει καρκίνο, μα τη σκαπούλαρε φτηνά. Και δεν είναι η πρώτη μου φίλη με καρκίνο. Πώς τα καταφέραμε έτσι; Όλος ο κόσμος βουτηγμένος στα σκατά να κολυμπά χωρίς να ξέρει αν θα φτάσει πουθενά. Και λίγη μαρμελάδα σύκο. Ή για την ακρίβεια η δεύτερη δόση.

Είναι τραγελαφικό το τι θυμάται κανείς τις πιο άσχετες ώρες. Έβλεπα στην τηλεόραση που έλεγαν απειλείται το γερμανικό νεκροταφείο. Με είχες πάει εκεί έτσι δεν είναι; Να μου δείξεις τον οικογενειακό τάφο, πειράζοντάς με ότι το όνομα το είχες ήδη στην πλάκα και δεν θα χρειαζόταν να τους χρεώσεις εξτρά. Απογοητεύτηκες μάλλον που αντί να συγκινηθώ εγώ χάζευα τα αγάλματα και έφερνα βόλτες στους τάφους σαν να ‘τανε μουσείο. Βρήκες ένα γνωστό. Ήθελες να με συστήσεις. Όσο ρομαντική και να ήταν η βόλτα και απαραίτητες οι συστάσεις εγώ προτιμούσα να χαζεύω κόβοντας βόλτες, διαβάζοντας επιγραφές, τις ώρες που σε άκουγα να συνεννοείσαι γελώντας. Δεν ξέρω αν αυτός ο τόπος κάηκε ή όχι. Δεν ξέρω καν αν τελικά κατάφερες ποτέ να φτιάξεις τον τάφο όπως τον ήθελες. Βαρέθηκα να μετρώ κηδείες από τότε.

Κοιτάζω στον καθρέφτη και βλέπω περισσότερες ρυτίδες από όσες είχες εσύ τότε. Όσο και να σου θυμώνω πάντα σε θυμάμαι με εκείνα τα σκανδαλιάρικα μάτια, που με προκαλούσαν να μαντέψω ποια σκανδαλιά είχες κάνει πάλι. Το ότι χτυπούσα στις πόρτες δεν μου έλεγε τίποτα τότε. Μετά με βόλεψε με τη μπουγάδα αν και έπρεπε να βγάζω τα μανταλάκια βγαίνοντας. Κέρατο – απλώστρα. Μεγάλο όσο και η βλακεία.

Μου ‘ρχεται να γελάσω.
Τι να σου πω βρε ψυχή μου; Όλα τα χρώματα εδώ είναι μαζεμένα, όλες οι εποχές, τα καλύτερά μου, γιατί ένοιωθα πως είχα κερδίσει τον κόσμο αφού είχα εσένα, μέχρι που γλίστρησες από τα χέρια μου, από το κρεβάτι μου, από τη ζωή, από το παρόν μου.

Μου ‘λειψαν οι κουβέντες μας. Τσιγάρα, μπύρες και τα πόδια πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού και εσύ να φωνάζεις ότι με βλέπουν οι απέναντι. «Με νοιάζει; Γιατί θα με ξαναδούν; - Το καλό που σου θέλω!!!»

Σφραγίζω. Γράφω. Χαμογελώ μηχανικά λέγοντας αυτά που πρέπει ή που θέλουν να ακούσουν. Άοσμη ζωή. Γάντια. Betadine και σκόρπια προφυλακτικά παντού. Να κάνω λίγο την κουρτίνα στην άκρη. Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Λίγο φως. Ένα κομμάτι ουρανό.

Άνθρωπος που χαμογελά με την ψυχή του, χαμογελούν και τα μάτια του. Ούτε θυμάμαι από πότε έχω να δω χαμογελαστά μάτια.

Ταξίδια… και εκείνη η όπερα στις γιορτές. Δεν την άντεχα με τίποτα. Χαμογελούσες και προσπαθούσες να με ηρεμήσεις που μαδούσαν τα νεύρα μου σαν ξεφτισμένο ρετάλι. Η προίκα στοιβαγμένη στο μπαλκόνι σε κούτες. Ποτήρια, σερβίτσια σε κούτες στις εποχές που άλλαζαν, μέχρι το σεισμό που τα κανε κομμάτια. Εκείνη η προίκα στο μπαλκόνι μου προξενούσε περισσότερη θλίψη από ότι το νεκροταφείο. Αυτό το μάτι το γυναικείο το στερημένο, το κομπλεξικό που σε παρακολουθεί, η ανάσα που σε μυρίζει, το χέρι που απλώνεται απειλητικό πάνω σου, αρπάζοντας μια μπύρα την τελευταία στιγμή. Οι φτηνιάρικες μπύρες. Δεν την μπορώ την φτήνια. Στις τιμές, στους ανθρώπους…. Και σ’ ενοχλούσε. Και κάποια στιγμή άρχισα να ενοχλώ και εγώ.

Το ψαροντούφεκο μέσα στη ντουλάπα, μαζί με τη στολή. Έχουν λυσσάξει στη δουλειά και όλο μιλάνε για ψαροντούφεκο. Και εγώ να ψάχνω το παράθυρο. «Κοίτα πόσο κρατάω την ανάσα μου! Ελεύθερη κατάδυση. Μπλουμ. – Άμα σε πιάσω θα σου πω εγώ ελεύθερη κατάδυση. – Πιάσε με αν μπορείς… ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊΣ!» Μπλε και μαύρο. Μπλε και μαύρο… με μια στάλα κόκκινο.

«Και όταν περάσουν τα χρόνια… και ασπρίσουν τα μαλλιά σου… γιατί τα δικά μου είναι ήδη άσπρα… όσα έχουν μείνει δηλαδή… δεν έχουν μείνει; Γιατί με κοιτάς έτσι; ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΜΕΙΝΕΙ? Δεν με θέλει!!! Να κρυφτώ … στα δικά μου!»
Και όταν περάσουν τα χρόνια… περάσαν τα χρόνια.. και θα περάσουν και άλλα. Και πέρασες και εσύ και περάσαν και άλλοι… και δεν ακούμπησαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: