Σάββατο, Μαρτίου 31, 2012

Spark D' Ark II


Περπατάμε μέσα στην νύχτα. Δεν βιάζεται. Μυρίζει γιασεμί. Από ένα ανοιχτό παράθυρο ακούγεται μουσική. Στέκεται. Αφήνει τα πράγματά της να πέσουν στο πάτωμα. Στρέφεται σε μένα. Μου απλώνεται το χέρι. Θέλει να ζήσει. Μέσα στην νύχτα. Θέλει να χορέψει. Μ’ αγκαλιάζει. Η ανάσα της στο λαιμό μου. Σπαρταρά. Θα πεθάνει. Το νιώθει. Μύηση είναι ο έρωτας.
          Η παλάμη μου στην δική της. Το σώμα μου πάνω στο δικό της.  Το πόδι της μ’ αγκαλιάζει και γλιστρά πάνω μου. Θέλει να μάθει. Τόσο αθώα. Όλες θα είναι. Το χέρι μου στην μέση της. Βωμός είναι ο έρωτας. Δικός μας. Εμάς λατρεύουμε. Ό,τι καλύτερο έχουμε. Ο άλλος είναι απλά η αφορμή. Δεν τον χρειαζόμαστε. Κάθε φορά είμαστε και καλύτεροι. Κάθε επόμενος έρωτας είναι καταδικασμένος να είναι καλύτερος.
          Πόθος. Να έρθω μέσα σου. Στροβιλιζόμαστε. Τα μάτια της φωτίζονται μες στο σκοτάδι. Θυμάται. Ό,τι ήταν πριν γεννηθεί. Υποφέρει. Τα χέρια μου στο κορμί της. Είναι φορές που τρελαίνομαι, όταν σκέφτομαι την απελπισία με την οποία προσπαθούμε να κρατηθούμε απ’ το ανύπαρκτο. Την σφίγγω επάνω μου. Και την πετάω στο πεζοδρόμιο. Σήκω. Υπάκουσε. Αυτόφωτη ή ετερόφωτη. Η ψευδαίσθηση της επιλογής. Θα τις απαιτήσω όλες. Και εσύ θα μου τις δώσεις. Δεν μπορείς να αντισταθείς. Καμία δεν μπορεί.
          Αγγίζει το γόνατό μου. Σηκώνεται. Ένα χάδι στο πρόσωπό της. Αν υπήρχε αγάπη, ίσως και να μπορούσα να την αγαπήσω. Χορεύουμε. Δεν ζητά αγάπη. Ν’ αγγίξει θέλει. Για να πιστέψει. Να δει. Μαζί το συμφωνήσαμε. Πριν καν γεννηθούμε. Πως θα συναντηθούμε εδώ. Θα χορέψουμε μέσα στην νύχτα. Διψά. Πεινά. Μα δεν το ξέρει. Ζητά. Ό,τι είναι. Ελεύθερη από όλα όσα της μάθανε.
          Να με χρησιμοποιήσει θέλει. Το ίδιο κάνω και εγώ. Η μόνη μας διαφορά είναι ότι εγώ το γνωρίζω, το παραδέχομαι. Η πτώση μου. Αμετανόητη. Το άλλοθι της αθωότητας. Κάθε φορά μαθαίνω απ’ την αρχή σαν να είναι η πρώτη φορά. Η μουσική σταματά. Αναζητά την τσάντα της. Το λευκό της μπαστούνι. Φοβάται. Γυρίζει το πρόσωπό της προς εμένα. Ελευθερία. Κάνω μεταβολή να φύγω. «’Ελα» λέει χαμηλόφωνα. Στέκομαι.
          «Έλα». Τίποτα και κανείς δεν έρχεται αν δεν το καλέσεις. Οτιδήποτε άλλο βρεθεί στο δρόμο σου απλά δεν το αναγνωρίζεις. Χάνεται. Μα κάθε τι έχει το τίμημά του. Εσύ… είσαι το δικό σου. Και θα μου το προσφέρεις. Για κάτι, που δεν ξέρεις τι είναι. Για κάτι, που δεν σου έχει μιλήσει κανείς άλλος για αυτό. Ούτε και εγώ θα σου μιλήσω. Θα σ’ αφήσω μόνο να δεις. Και μετά θα χαθώ. Και τότε θα αποφασίσεις. Αν θα γίνεις. Ή θα σε παγώσεις για πάντα. Γιατί θα ξέρεις, θα θυμηθείς. Η ζωή είναι θάνατος… και ο θάνατος ζωή.
          Την ακολουθώ. Φτάνουμε στο σπίτι της. Ξεκλειδώνει. Ακουμπά τα πράγματά της. Βγάζει το παλτό της, βάζει μουσική και ανοίγει την μπαλκονόπορτα. Σκαρφαλώνει στα κάγκελα. Στιγμές είναι όλα. Η εκπυρσοκρότηση του χρόνου. Ένα κλικ που απαιτεί τόσα πολλά για να συμβεί. Νομίζουμε πως ξέρουμε να σημαδεύουμε. Μας εκπαιδεύουμε. Πυροτεχνήματα. Όχι ακόμα γλυκιά μου. Όχι.
          Αρχίζει να γελά. Σπαραχτικά. Η ανάσα μου μέσα της. Η γέννηση. Το πρώτο σοκ. Είμαστε κάπου που είναι ζεστά, κολυμπάμε, δεν πεινάμε, δεν κρυώνουμε και ξαφνικά κάτι μας τραβά, μας σπρώχνει, ασφυκτιούμε, πεθαίνουμε. Φως. Πόσο ενοχλητικό. Φωνές. Πεθαίνουμε. Ο χρόνος. Τικ, τακ, τικ... Αποφάσισε. Τώρα. Στα χέρια μου κρατώ το σώμα σου. Κραυγή. Το πρώτο μας κλάμα. Ανάσαινε.
          Της κλείνω τα μάτια. Η παράδοση. Αρχίζω να την γδύνω. Ένα ρόδο πανέμορφο. Αφαιρώ ένα-ένα τα πέταλά του. Μ’ αγαπά, λίγο, πολύ, μέχρι τρέλας… Ποιο το νόημα της ομορφιάς, αν δεν την απολαμβάνουμε; Όλοι μας γεννηθήκαμε όμορφοι. Μας δημιουργήσαμε έτσι. Δολώματα και αγκίστρια ταυτόχρονα. Δέλεαρ. Να παγιδεύσουμε την σκέψη μας. Πάθη, αδυναμίες, επίκτητες αρετές. Το τρυφερό μας λίκνο.
          Μ’ αγαπάς; Λίγο; Πολύ; Μέχρι τρέλας… Μέχρι το τέλος της νύχτας. Μέχρι να δεις ότι δεν με χρειάζεσαι πια. Πως στ’ αλήθεια δεν με χρειαζόσουν ποτέ. Αλλά έπεισες τόσο πολύ τον εαυτό σου, που σε εξανάγκασες να με δημιουργήσεις.
          Ένα τσιγάρο καπνίζει στο τασάκι. Φυσάει. Θα ξημερώσει σε λίγο. Κοιτάζω το ρολόι καρφωμένο στον τοίχο. Τι ανοησία να πιστεύουν πως δεν σταματά ο χρόνος. Στο λαιμό της κρέμεται ο προσωπικός της Ιούδας. Δεν τον χρειάζεται πια. Μες στον ύπνο της το τραβά και το σπάει. Κατεβαίνω στο δρόμο. Με κυοφορεί. Σαν έρθει ο καιρός, θα με γεννήσει ξανά. Η τιμωρία μου. Η αδυναμία μου. Η νίκη μου. Η πιο δική μου καταδίκη.
          Κατευθύνομαι στον σταθμό. Άνθρωποι που κοιμούνται, μα δεν το ξέρουν. Πειθήνιοι. Ακολουθούν σημαίες μεσίστιες. Θεούς, δαίμονες, ανθρώπους, σύμβολα, εικόνες, που πιθανώς να μην υπήρξαν ποτέ, παρά μόνο στο μυαλό τους. Εκατομμύρια άδεια πουκάμισα, περιπλανώμενα στον χώρο και τον χρόνο. Υπάρξεις-νομάδες. Καραβάνια που αναζητούν την όασή τους. Ή τον αντικατοπτρισμό της. Η επιθυμία. Η Αρχή των ενστίκτων.
          Το τραίνο δεν έχει φτάσει ακόμα στο σταθμό. Κάθομαι σε ένα παγκάκι. Μία ηλικιωμένη σέρνει μία βαλίτσα και παλεύει να πιάσει έναν ηλικιωμένο κύριο από το χέρι. Εκείνος χαμογελά με το μπλε σκουφάκι του. Αν ένιωθα κάτι, θα ήταν ζήλια. Η κυρία φέρνει την βαλίτσα δίπλα στο παγκάκι και πάει καθίσει. Εκείνος προχωρά. «Πού πας ευλογημένες; Σταμάτα!» Τον αρπάζει από το χέρι και τον βάζει να καθίσει δίπλα της. Του φτιάχνει τα ρούχα. «Altzheimer. Το καταλάβαμε την πρώτη φορά που χάθηκε και τον βρήκε η αστυνομία» λέει ταχτοποιώντας την μεταλλική ταυτότητα στο λαιμό του. «Δεν είναι εδώ. Τον κοιτώ. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Τα βράδια μόνο σαν κοιμηθεί, κλαίω. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Δεν μ’ ακούει κανείς. Κάθε βράδυ. Και το πρωί παίρνω την βαλίτσα και επιστρέφουμε»
          Το τραίνο σταματά μπροστά μας. Σηκώνεται. Παίρνει την βαλίτσα και προχωράει. «Έλα» Ο παππούς χαμογελά ευτυχισμένος στο παγκάκι. Αφήνει την βαλίτσα και τον παίρνει από το χέρι. Τον βάζει στο τραίνο. Την παρακολουθώ πίσω από τα τζάμια να προσπαθεί να τον βάλει να καθίσει. Ξεκινούν. Θα πάρω το επόμενο.
          Κοιτάζω τα χέρια μου. Ξεχνώ το σχήμα τους. Το μυαλό μου απορρίπτει το σχήμα τους. Κλείνω τα μάτια μου. Προσπαθώ να θυμηθώ το όνομά μου. Ονόματα προελαύνουν. Όλα οικεία μα κανένα δεν αναγνωρίζω για δικό μου. Φαντάζομαι πως κάποιος με φωνάζει. Δεν απαντώ σε κανένα. Πρέπει να επιστρέψω. Μα δεν φορώ ταυτότητα. Δεν κρατώ τίποτα. Κοιτώ τον ουρανό. Ασφυκτιώ. Υποφέρω. Ένα τραίνο σταματά μπροστά μου. Μπαίνω μέσα.
          Οι άνθρωποι παραμερίζουν. Στέκομαι στην πόρτα. Η τυφλή γυναίκα εμφανίζεται στο σταθμό. Δεν ρώτησα το όνομά της. Αν πάρεις το όνομα, παίρνεις ένα κομμάτι από την ψυχή φεύγοντας. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα κομμάτια, το λίγο, τα υποκοριστικά. Αγγίζω το τζάμι. Σταματά. Κάποια βιαστική που τρέχει να προλάβει πέφτει πάνω της. «Ελένη» την ακούω να φωνάζει καθώς οι πόρτες κλείνουν και το τραίνο ξεκινά.
          Λατρεύουμε τις αλυσίδες μας. Είμαστε έτοιμοι να γονατίσουμε μπροστά σε οτιδήποτε θα αναλάβει την ευθύνη μας. Θα το στολίσουμε, θα το υμνήσουμε, θα το σκοτώσουμε αν χρειαστεί. Ο,τιδήποτε. Αρκεί να γίνει ό,τι πολυτιμότερο. Το άλλοθί μας. Δεν φταίμε εμείς. Ποτέ δεν φταίξαμε. Το τεκμήριο της αθωότητας, το ιερό δισκοπότηρο της ύπαρξής μας.
Βρίσκουμε την γύμνια μας αποκρουστική. Όποια μορφή και αν έχει. Ρούχα, θεωρίες, σχέσεις, οτιδήποτε χρειαστεί να μας αγκαλιάζει ζεστά, να μας αποκοιμίσει τις νύχτες. Ο χρόνος. Το ύστατο σύνορο της σκέψης μας. Αν όλα έχουν αρχή. Έχουν και τέλος. Το  υπάρχω σχεδιασμένο με ημιευθείες.
          Σε ποια στάση να κατέβω; Θυμάμαι μια φωνή στο κεφάλι μου. Δεν ξεχωρίζω τις λέξεις. Δυναμώνει. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Πρέπει να βγω. Πρέπει να κατέβω. Το τραίνο σταματά. Κατεβαίνω. Ο κόσμος προχωρά. Χάνεται. Σκορπίζει. Δεν ξέρω πού να πάω. Πού είναι το σπίτι μου; Ποια είναι τα ρούχα που φορώ; Ένας αστυνομικός. Κατευθύνομαι προς το μέρος του. Τον πλησιάζω. Η μνήμη. Η μόνη μας πατρίδα. Νόστος. Εγώ είμαι το σπίτι μου. Κάνω μεταβολή και χάνομαι μέσα στους δρόμους.
          Πώς είναι φτιαγμένο το σπίτι μου; Από τι είναι φτιαγμένο; Αν μπορούσε η σκέψη μας να αποδεσμευτεί. Να μην βομβαρδιζόμαστε από χιλιάδες άχρηστες πληροφορίες, που μας αποπροσανατολίζουν. Η σύγχυση… Χρειάζομαι ησυχία. Θέλω να κοιμηθώ.
 Περπατάμε μέσα στην νύχτα. Δεν βιάζεται. Μυρίζει γιασεμί. Από ένα ανοιχτό παράθυρο ακούγεται μουσική. Στέκεται. Αφήνει τα πράγματά της να πέσουν στο πάτωμα. Στρέφεται σε μένα. Μου απλώνεται το χέρι. Θέλει να ζήσει. Μέσα στην νύχτα. Θέλει να χορέψει. Μ’ αγκαλιάζει. Η ανάσα της στο λαιμό μου. Σπαρταρά. Θα πεθάνει. Το νιώθει. Μύηση είναι ο έρωτας.
          Η παλάμη μου στην δική της. Το σώμα μου πάνω στο δικό της.  Το πόδι της μ’ αγκαλιάζει και γλιστρά πάνω μου. Θέλει να μάθει. Τόσο αθώα. Όλες θα είναι. Το χέρι μου στην μέση της. Βωμός είναι ο έρωτας. Δικός μας. Εμάς λατρεύουμε. Ό,τι καλύτερο έχουμε. Ο άλλος είναι απλά η αφορμή. Δεν τον χρειαζόμαστε. Κάθε φορά είμαστε και καλύτεροι. Κάθε επόμενος έρωτας είναι καταδικασμένος να είναι καλύτερος.
          Πόθος. Να έρθω μέσα σου. Στροβιλιζόμαστε. Τα μάτια της φωτίζονται μες στο σκοτάδι. Θυμάται. Ό,τι ήταν πριν γεννηθεί. Υποφέρει. Τα χέρια μου στο κορμί της. Είναι φορές που τρελαίνομαι, όταν σκέφτομαι την απελπισία με την οποία προσπαθούμε να κρατηθούμε απ’ το ανύπαρκτο. Την σφίγγω επάνω μου. Και την πετάω στο πεζοδρόμιο. Σήκω. Υπάκουσε. Αυτόφωτη ή ετερόφωτη. Η ψευδαίσθηση της επιλογής. Θα τις απαιτήσω όλες. Και εσύ θα μου τις δώσεις. Δεν μπορείς να αντισταθείς. Καμία δεν μπορεί.
          Αγγίζει το γόνατό μου. Σηκώνεται. Ένα χάδι στο πρόσωπό της. Αν υπήρχε αγάπη, ίσως και να μπορούσα να την αγαπήσω. Χορεύουμε. Δεν ζητά αγάπη. Ν’ αγγίξει θέλει. Για να πιστέψει. Να δει. Μαζί το συμφωνήσαμε. Πριν καν γεννηθούμε. Πως θα συναντηθούμε εδώ. Θα χορέψουμε μέσα στην νύχτα. Διψά. Πεινά. Μα δεν το ξέρει. Ζητά. Ό,τι είναι. Ελεύθερη από όλα όσα της μάθανε.
          Να με χρησιμοποιήσει θέλει. Το ίδιο κάνω και εγώ. Η μόνη μας διαφορά είναι ότι εγώ το γνωρίζω, το παραδέχομαι. Η πτώση μου. Αμετανόητη. Το άλλοθι της αθωότητας. Κάθε φορά μαθαίνω απ’ την αρχή σαν να είναι η πρώτη φορά. Η μουσική σταματά. Αναζητά την τσάντα της. Το λευκό της μπαστούνι. Φοβάται. Γυρίζει το πρόσωπό της προς εμένα. Ελευθερία. Κάνω μεταβολή να φύγω. «’Ελα» λέει χαμηλόφωνα. Στέκομαι.
          «Έλα». Τίποτα και κανείς δεν έρχεται αν δεν το καλέσεις. Οτιδήποτε άλλο βρεθεί στο δρόμο σου απλά δεν το αναγνωρίζεις. Χάνεται. Μα κάθε τι έχει το τίμημά του. Εσύ… είσαι το δικό σου. Και θα μου το προσφέρεις. Για κάτι, που δεν ξέρεις τι είναι. Για κάτι, που δεν σου έχει μιλήσει κανείς άλλος για αυτό. Ούτε και εγώ θα σου μιλήσω. Θα σ’ αφήσω μόνο να δεις. Και μετά θα χαθώ. Και τότε θα αποφασίσεις. Αν θα γίνεις. Ή θα σε παγώσεις για πάντα. Γιατί θα ξέρεις, θα θυμηθείς. Η ζωή είναι θάνατος… και ο θάνατος ζωή.
          Την ακολουθώ. Φτάνουμε στο σπίτι της. Ξεκλειδώνει. Ακουμπά τα πράγματά της. Βγάζει το παλτό της, βάζει μουσική και ανοίγει την μπαλκονόπορτα. Σκαρφαλώνει στα κάγκελα. Στιγμές είναι όλα. Η εκπυρσοκρότηση του χρόνου. Ένα κλικ που απαιτεί τόσα πολλά για να συμβεί. Νομίζουμε πως ξέρουμε να σημαδεύουμε. Μας εκπαιδεύουμε. Πυροτεχνήματα. Όχι ακόμα γλυκιά μου. Όχι.
          Αρχίζει να γελά. Σπαραχτικά. Η ανάσα μου μέσα της. Η γέννηση. Το πρώτο σοκ. Είμαστε κάπου που είναι ζεστά, κολυμπάμε, δεν πεινάμε, δεν κρυώνουμε και ξαφνικά κάτι μας τραβά, μας σπρώχνει, ασφυκτιούμε, πεθαίνουμε. Φως. Πόσο ενοχλητικό. Φωνές. Πεθαίνουμε. Ο χρόνος. Τικ, τακ, τικ... Αποφάσισε. Τώρα. Στα χέρια μου κρατώ το σώμα σου. Κραυγή. Το πρώτο μας κλάμα. Ανάσαινε.
          Της κλείνω τα μάτια. Η παράδοση. Αρχίζω να την γδύνω. Ένα ρόδο πανέμορφο. Αφαιρώ ένα-ένα τα πέταλά του. Μ’ αγαπά, λίγο, πολύ, μέχρι τρέλας… Ποιο το νόημα της ομορφιάς, αν δεν την απολαμβάνουμε; Όλοι μας γεννηθήκαμε όμορφοι. Μας δημιουργήσαμε έτσι. Δολώματα και αγκίστρια ταυτόχρονα. Δέλεαρ. Να παγιδεύσουμε την σκέψη μας. Πάθη, αδυναμίες, επίκτητες αρετές. Το τρυφερό μας λίκνο.
          Μ’ αγαπάς; Λίγο; Πολύ; Μέχρι τρέλας… Μέχρι το τέλος της νύχτας. Μέχρι να δεις ότι δεν με χρειάζεσαι πια. Πως στ’ αλήθεια δεν με χρειαζόσουν ποτέ. Αλλά έπεισες τόσο πολύ τον εαυτό σου, που σε εξανάγκασες να με δημιουργήσεις.
          Ένα τσιγάρο καπνίζει στο τασάκι. Φυσάει. Θα ξημερώσει σε λίγο. Κοιτάζω το ρολόι καρφωμένο στον τοίχο. Τι ανοησία να πιστεύουν πως δεν σταματά ο χρόνος. Στο λαιμό της κρέμεται ο προσωπικός της Ιούδας. Δεν τον χρειάζεται πια. Μες στον ύπνο της το τραβά και το σπάει. Κατεβαίνω στο δρόμο. Με κυοφορεί. Σαν έρθει ο καιρός, θα με γεννήσει ξανά. Η τιμωρία μου. Η αδυναμία μου. Η νίκη μου. Η πιο δική μου καταδίκη.
          Κατευθύνομαι στον σταθμό. Άνθρωποι που κοιμούνται, μα δεν το ξέρουν. Πειθήνιοι. Ακολουθούν σημαίες μεσίστιες. Θεούς, δαίμονες, ανθρώπους, σύμβολα, εικόνες, που πιθανώς να μην υπήρξαν ποτέ, παρά μόνο στο μυαλό τους. Εκατομμύρια άδεια πουκάμισα, περιπλανώμενα στον χώρο και τον χρόνο. Υπάρξεις-νομάδες. Καραβάνια που αναζητούν την όασή τους. Ή τον αντικατοπτρισμό της. Η επιθυμία. Η Αρχή των ενστίκτων.
          Το τραίνο δεν έχει φτάσει ακόμα στο σταθμό. Κάθομαι σε ένα παγκάκι. Μία ηλικιωμένη σέρνει μία βαλίτσα και παλεύει να πιάσει έναν ηλικιωμένο κύριο από το χέρι. Εκείνος χαμογελά με το μπλε σκουφάκι του. Αν ένιωθα κάτι, θα ήταν ζήλια. Η κυρία φέρνει την βαλίτσα δίπλα στο παγκάκι και πάει καθίσει. Εκείνος προχωρά. «Πού πας ευλογημένες; Σταμάτα!» Τον αρπάζει από το χέρι και τον βάζει να καθίσει δίπλα της. Του φτιάχνει τα ρούχα. «Altzheimer. Το καταλάβαμε την πρώτη φορά που χάθηκε και τον βρήκε η αστυνομία» λέει ταχτοποιώντας την μεταλλική ταυτότητα στο λαιμό του. «Δεν είναι εδώ. Τον κοιτώ. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Τα βράδια μόνο σαν κοιμηθεί, κλαίω. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Δεν μ’ ακούει κανείς. Κάθε βράδυ. Και το πρωί παίρνω την βαλίτσα και επιστρέφουμε»
          Το τραίνο σταματά μπροστά μας. Σηκώνεται. Παίρνει την βαλίτσα και προχωράει. «Έλα» Ο παππούς χαμογελά ευτυχισμένος στο παγκάκι. Αφήνει την βαλίτσα και τον παίρνει από το χέρι. Τον βάζει στο τραίνο. Την παρακολουθώ πίσω από τα τζάμια να προσπαθεί να τον βάλει να καθίσει. Ξεκινούν. Θα πάρω το επόμενο.
          Κοιτάζω τα χέρια μου. Ξεχνώ το σχήμα τους. Το μυαλό μου απορρίπτει το σχήμα τους. Κλείνω τα μάτια μου. Προσπαθώ να θυμηθώ το όνομά μου. Ονόματα προελαύνουν. Όλα οικεία μα κανένα δεν αναγνωρίζω για δικό μου. Φαντάζομαι πως κάποιος με φωνάζει. Δεν απαντώ σε κανένα. Πρέπει να επιστρέψω. Μα δεν φορώ ταυτότητα. Δεν κρατώ τίποτα. Κοιτώ τον ουρανό. Ασφυκτιώ. Υποφέρω. Ένα τραίνο σταματά μπροστά μου. Μπαίνω μέσα.
          Οι άνθρωποι παραμερίζουν. Στέκομαι στην πόρτα. Η τυφλή γυναίκα εμφανίζεται στο σταθμό. Δεν ρώτησα το όνομά της. Αν πάρεις το όνομα, παίρνεις ένα κομμάτι από την ψυχή φεύγοντας. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα κομμάτια, το λίγο, τα υποκοριστικά. Αγγίζω το τζάμι. Σταματά. Κάποια βιαστική που τρέχει να προλάβει πέφτει πάνω της. «Ελένη» την ακούω να φωνάζει καθώς οι πόρτες κλείνουν και το τραίνο ξεκινά.
          Λατρεύουμε τις αλυσίδες μας. Είμαστε έτοιμοι να γονατίσουμε μπροστά σε οτιδήποτε θα αναλάβει την ευθύνη μας. Θα το στολίσουμε, θα το υμνήσουμε, θα το σκοτώσουμε αν χρειαστεί. Ο,τιδήποτε. Αρκεί να γίνει ό,τι πολυτιμότερο. Το άλλοθί μας. Δεν φταίμε εμείς. Ποτέ δεν φταίξαμε. Το τεκμήριο της αθωότητας, το ιερό δισκοπότηρο της ύπαρξής μας.
Βρίσκουμε την γύμνια μας αποκρουστική. Όποια μορφή και αν έχει. Ρούχα, θεωρίες, σχέσεις, οτιδήποτε χρειαστεί να μας αγκαλιάζει ζεστά, να μας αποκοιμίσει τις νύχτες. Ο χρόνος. Το ύστατο σύνορο της σκέψης μας. Αν όλα έχουν αρχή. Έχουν και τέλος. Το  υπάρχω σχεδιασμένο με ημιευθείες.
          Σε ποια στάση να κατέβω; Θυμάμαι μια φωνή στο κεφάλι μου. Δεν ξεχωρίζω τις λέξεις. Δυναμώνει. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Πρέπει να βγω. Πρέπει να κατέβω. Το τραίνο σταματά. Κατεβαίνω. Ο κόσμος προχωρά. Χάνεται. Σκορπίζει. Δεν ξέρω πού να πάω. Πού είναι το σπίτι μου; Ποια είναι τα ρούχα που φορώ; Ένας αστυνομικός. Κατευθύνομαι προς το μέρος του. Τον πλησιάζω. Η μνήμη. Η μόνη μας πατρίδα. Νόστος. Εγώ είμαι το σπίτι μου. Κάνω μεταβολή και χάνομαι μέσα στους δρόμους.
          Πώς είναι φτιαγμένο το σπίτι μου; Από τι είναι φτιαγμένο; Αν μπορούσε η σκέψη μας να αποδεσμευτεί. Να μην βομβαρδιζόμαστε από χιλιάδες άχρηστες πληροφορίες, που μας αποπροσανατολίζουν. Η σύγχυση… Χρειάζομαι ησυχία. Θέλω να κοιμηθώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: