Κυριακή, Απριλίου 01, 2012

Spark D' Ark III


Περπατώ. Αναζητώ τη νύχτα. Κανείς δεν μπορεί να επιστρέψει αν δεν γνωρίζει το πού. Αν δεν έχει αντιληφθεί ποιος είναι, ή τι είναι. Λάθος. Κανείς δεν μπορεί να είναι, αν δεν έχει τον χρόνο. Μα χρόνος δεν υπάρχει στ’ αλήθεια. Τον υφαίνουμε, τον τρέφουμε, τον ταξιδεύουμε. Ορίζουμε ό,τι επιθυμούμε να υποτάξουμε σε σχέση με αυτόν. Χοές η μνήμη μας. Ανθρωποθυσίες τα «ναι» και τα «όχι» μας. Ό,τι δεν υπάρχει, το δημιουργούμε.
          Θέλω να σε δω. Θέλω να σ’ αγγίξω. Ο πόθος μου έκρηξη. Γεννά κόσμους ολόκληρους. Να σε συναντήσω ξανά από την αρχή.  Να με δεις και να γυρίσεις, με την λάμψη στα μάτια. Να υποκριθούμε και οι δυο μας τους αθώους. Να χαμογελάσουμε, να μου απλώσεις το χέρι και να στοιχηματίσουμε πως αυτήν την φορά θα τα καταφέρουμε. Η ύβρις.
          «Νέμεσις». Στέκομαι απέναντι. Μουσική. Άνθρωποι φορούν τις Κυριακές τους. Προσπαθούν να εισέλθουν. Χαμογελούν. Γελούν. Αγκαλιάζουν ό,τι προσεύχονται να ανασάνει για αυτούς. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι πως όλοι τους κάποτε ήταν παιδιά. Μωρά, που δεν μπορούσαν να περπατήσουν και γελούσαν. Τους έμαθαν να περπατούν. Τους έπεισαν να τρέχουν. Φυλάκισαν τα πόδια τους σε παπούτσια. Ξέμαθαν να χορεύουν.
          Η μίμηση πράξης, μας έπεισαν πως είναι πράξη. Σπουδαίας και τελείας. Γεμίσαμε τις κατ’ επίφαση τραγωδίες μας αποσιωπητικά, ευελπιστώντας κάποια τελεία να μας βρει κατάστηθα. Η λήθη. Το καταφύγιο της ύπαρξής μας. Η γνώση. Οι μικρές Παρασκευές. Έμποροι τσιγγάνοι μου πούλησαν τα καρφιά. Σπασμένοι καθρέφτες οι κραυγές μου. Εγώ είμαι τα καρφιά.
          Μπαίνω μέσα. Κατευθύνομαι στο bar. Δίπλα μου μία γυναίκα πίνει μόνη. Δεν έχει κάπου να καθίσω. Στέκομαι δίπλα της. Παρατηρώ πώς αγκαλιάζει το ποτήρι με τα δάχτυλά της. Με το άλλο χέρι χαϊδεύει το λαιμό της. Ανοιχτή η παλάμη της. Σπρώχνει το ποτήρι της προς το μέρος μου. Από τον τρόπο, που αλλάζει χέρια ένα ποτήρι, αναγνώριζα πάντα τους εραστές. Περιστρέφει το χέρι της και χαϊδεύει το μάγουλό της. Μια χορεύτρια.
          Με καρφώνει με το βλέμμα της. Παίρνει το ποτήρι ξανά. Ο Barman  την ρωτά αν θέλει ακόμα ένα ποτό. Χαμογελά. Ανοίγει το χέρι της και το ποτήρι πέφτει στο πάτωμα. Σφίγγει το χέρι της σε γροθιά και το κατεβάζει κάτω. Στριφογυρίζει τα δυο της χέρια κυκλικά με ανοιχτά τα δάχτυλά της. Είναι κωφάλαλη.
          Γυρίζει προς το μέρος μου ξανά. Φέρνει το δείκτη της στο στέρνο. Παύση. Οι παλάμες της ανοιχτές, τεντωμένες ενώ τα ανοιχτά της δάχτυλα χαϊδεύουν το στέρνο διαδοχικά. «Αγαπημένη». Αντίδωρο το είναι μας. Κομματάκια το δίνουμε σε ό,τι ακουμπήσει τα χείλη του στο βλέμμα μας.
Ανεβαίνει στον πάγκο και από εκεί, πάνω στην μπάρα. Τα χέρια της. Λεπτά. Μακριά. Νομίζεις πως με την αφή νιώθει τη μουσική. Τα φώτα σβήνουν. Ο προβολέας πάνω της. Σιωπή. Μόνο μουσική. Χορεύει μόνη. Όλοι από κάτω με βλέμματα στιλέτα καρφωμένα πάνω της. Το φως προσπαθεί να την χαϊδέψει. Την φλερτάρει. Δεν του παραδίδεται. Στροβιλίζεται. Μα δεν στροβιλίζεται το σώμα της. Περιστρέφει τους κόσμους της αρμονικά. Βροχή Λεοντιδέων ό,τι ευχήθηκε, ό,τι πλάγιασε, ό,τι άφησε και ό,τι κάλεσε να ‘ρθει ξανά.
Δεν χορεύει. Έρωτα κάνει. Με κάθε έναν, που την παρακολουθεί. Το φιλί στο μάγουλο. Υποψιάζεται.  Μ’ αρέσει. Τόσες συκιές φύτεψε. Τόσα χιλιόμετρα σκοινί ύφανε. Είναι τόσο, μα τόσο προκλητική. Θα παίξουμε. Τι ζητάς; Πες μου. Και απόψε θα στο δώσω. Το κέρδισες. Ζήτα. Ό,τι θες. Και θα το ‘χεις.
«Έλα». Κατεβαίνει από την μπάρα. Το φως σβήνει. Ο κόσμος αρχίζει να κινείται ξανά. Κινείται προς την έξοδο. Την ακολουθώ. Βγαίνουμε έξω. Φυσάει. Πονάω. Ο πόνος με γονατίζει. Πεθαίνω. Όλα θολώνουν. «Ανάπνεε». Ο παγωμένος αέρας στο πρόσωπό μου. Στώμεν. Στώμεν καλώς.  Καταρρέω. Δεν υπάρχει πόνος. Μεγαλώνοντας, τραβάμε το χαλί ξανά και ξανά κάτω από τα πόδια μας. Και η απόσταση από το πάτωμα μεγαλώνει.  Η πτώση. Κάθε φορά και πιο οδυνηρή. Κοιτώ κάτω. Δεν υπάρχει πάτωμα. Δεν υπήρξε ποτέ. Στώμεν.
Κύκλος. Κράτα με. Στον αέρα. Με την αφή σου. Άγγιξέ με Αγαπημένη.  Από μέσα.  Σκοτάδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: