Πέμπτη, Απριλίου 05, 2012

Spark D' Ark VI


Βαδίζω ανάμεσα στους βιαστικούς ανθρώπους. Μα δεν βαδίζω στ’ αλήθεια. Το μυαλό μου φτιάχνει εικόνες. Fractals της σκέψης μου. Η κορδέλα του Μόμπιους. Πρέπει να επιστρέψω. Ψάχνω το τραίνο. Πρέπει να αγγίξω το πρώτο μου όριο. Το βρίσκω. Μπαίνω μέσα. Ψάχνω ένα μέρος να σταθώ. Φασαρία. Θα ξεκινήσει. Ακουμπώ το χέρι μου στο βαγόνι. Το δαχτυλίδι μου. Το κοιτώ καθώς το τραίνο ξεκινά. Ό,τι μας είναι απαραίτητο το έχουμε πάντα μαζί. Chevallier. Το βγάζω από τον παράμεσο και το φορώ στο μικρό δάχτυλο.
-         Όταν το τραίνο τερματίσει θα κατέβεις;
Νιώθω την ανάσα της πίσω μου. Η Μαρία. Για μια στιγμή
προσπαθώ να σκεφτώ πώς με βρήκε. Το πιο πιθανό είναι να με ακολούθησε αλλά δεν με ενδιαφέρει κιόλας.
-         Δεν ξέρω... Σφίγγω το χέρι μου καθώς προσπαθώ να θυμηθώ γιατί το φορώ.
-         Δεν είμαι εγώ αυτή που ψάχνεις αλλά μου έχουν πει ότι δεν τους αφήνω να πλήξουν όσο περιμένουν.
-         Επαγγελματίας δηλαδή… μου είναι ενοχλητική. Δεν μπορώ να
θυμηθώ. Μπορεί και να μην σημαίνει τίποτα.
-         Θα μπορούσες να το πεις και έτσι αλλά είναι τόσο υποτιμητικό όλο αυτό. Οριακά αγγίζει την πλήξη. Ωωω… μάλλον είπα κάτι που δεν έπρεπε.
-         Εσύ επιλέγεις τα πρέπει σου και για έναν άνθρωπο, που δεν μπορεί να γευτεί, είτε είναι ανύπαρκτα είτε κατ’ επίφαση προς διευκόλυνση υμών.
          Το τραίνο σταματά. Μ’ αρπάζει και με κατεβάζει κάτω.
-         Έλα. Μου λέει επιτακτικά
-         Πού; Τη ρωτώ
-         Δεν υπάρχει «πού» μου λέει χαμογελώντας
-         Γιατί;
-         Γιατί το τραίνο έφυγε απαντά ανασηκώνοντας ειρωνικά τους
ώμους της.
-         Θα ‘ρθει το επόμενο, λέω καθώς κοιτάζω στον ουρανό τα
σύννεφα που μαζεύονται.
-         Παρ’το. Βγάζει ένα βραχιόλι από το χέρι της και μου το δίνει.
Η κορδέλα του Μόμπιους. Το αγκαλιάζω με την παλάμη μου μα δεν το νιώθω. Το φέρνω στο ύψος των ματιών μου. Την παρακολουθώ μέσα απ’ αυτό.
-         Θα πρέπει να πληρώνεσαι καλά, της λέω καθώς το πετώ στις ράγες του τραίνου.
-         Δεν έχω παράπονο.
-         Τι έχεις;
-         Μνήμη μου απαντά και κάνοντας μεταβολή αρχίζει να απομακρύνεται.
Βοράς, Νότος, Ανατολή, Δύση. Και εγώ στο κέντρο. Μα δεν ήρθα να με λατρέψουν σε τούτον τον βωμό. Την παρακολουθώ καθώς φεύγει. Όχι σταυρός. Είμαι ένα δέντρο που περπατά. Χωρίς ρίζες. Ίπταμαι. Πυραμίδα. Τα στερεοϊσομερή. Οι ακρογωνιαίοι λίθοι.
          Η Μαρία στέκεται. Τις περιστρέφω. Το πρόσωπό μου. Ποιο είναι; Την βλέπω να γυρίζει το κεφάλι της και να μου χαμογελά. Δεν υπάρχει. Τίποτα από όλα αυτά δεν υπάρχει. Η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή. Κάνω μεταβολή προς τις γραμμές του τραίνου. Δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί δεν έχω πρόσωπο. Ποτέ δεν είχα. Δεν χρειάζομαι κάποιον άλλον να με σκοτώσει. Ακούω το τραίνο που έρχεται. Το κεφάλι μου πονά ανυπόφορα. Πιέζω το κεφάλι μου με τα χέρια μου. Δεν το νιώθω. Πρέπει να φύγω από εδώ. Τώρα. Βλέπω το τραίνο να πλησιάζει. Το ακούω. Περνώ την κίτρινη γραμμή.
          -   Ο έρωτας.
          Η Μαρία με κρατά σφιχτά καθώς το τραίνο σταματά μπροστά μας.
Παλεύω να της ξεφύγω.
-         Νομίζεις πως ακούς. Νομίζεις πως καταλαβαίνεις. Οριοθετημένους φθόγγους ακούς. Δεν χαράσσεται μ’ ευθείες η αλήθεια. Ύλη. Ενέργεια. Κύμα. Διάλεξε τι είσαι.
-         Δεν ξέρω. Το άγγιγμά της με εξαντλεί.
-         Παραδώσου. Αφέσου. Σταμάτα να κρατιέσαι τόσο απεγνωσμένα από τις αλυσίδες του μυαλού σου. Χαλάρωσε.
Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Πνίγομαι μα δεν μπορώ να της αντισταθώ. Με ρουφά. Με παίρνει μέσα της. Όλα μαυρίζουν. Νιώθω τα πόδια μου να λυγίζουν.
-         Αφέσου. Την ακούω μες στο σκοτάδι.
Δεν αναπνέω.

          Ο χρόνος. Η πρώτη μας πατρίδα.
          Νιώθω το σώμα μου βαρύ. Τα αυτιά μου βουίζουν. Νιώθω βήματα στο πάτωμα. Γυρίζω αργά το κεφάλι μου προς το μέρος τους. Βλέπω, αμυδρά, πόδια να πηγαινοέρχονται αργά. Κρυώνω. Προσπαθώ να γυρίσω στο πλάι. Σιχαίνομαι που είμαι στο πάτωμα, μα δεν με βοηθά κανείς να σηκωθώ. Στηρίζομαι στα χέρια μου. Κοιτάζω το πάτωμα. Ξύλινο. Πού είμαι; Υψώνω το βλέμμα. Μια τεράστια παλιά βιβλιοθήκη. Πάω πίσω – πίσω στο πάτωμα και στηρίζομαι σε μία κολώνα. Ένας άντρας με προσπερνά αθόρυβα. Πηγαίνει στην βιβλιοθήκη και βγάζει ένα βιβλίο σχεδόν ευλαβικά. Το ακουμπά σε μία ξύλινη βάση που στέκεται απέναντι από την βιβλιοθήκη. Το ανοίγει σε μία συγκεκριμένη σελίδα και βυθίζεται μες στις σκέψεις του. Την ξέρω αυτήν την βιβλιοθήκη. Σηκώνομαι σιγά – σιγά και στέκομαι πίσω από τον άνδρα. Ακούω τη σκέψη του. Προβάλλουν μπροστά μου οι λέξεις του βιβλίου. Ακόμα ένας.
          Θέλω να δω το πρόσωπό του. Ποτέ δεν έχουν πρόσωπα αυτές οι σκιές. Φεύγω από πίσω του και στέκομαι απέναντί του. Ανάμεσά μας το βιβλίο. Το κοιτώ φευγαλέα. Δεν χρειάζεται να το διαβάσω. Το ακούω καθώς το διαβάζει εκείνος. Υπάρχει. Το βιβλίο. Ό,τι πιο πολύτιμο έχει. Και με ψάχνει, χρόνια τώρα με ψάχνει, ανάμεσα στις λέξεις, ανάμεσα από τις γραμμές και στέκομαι απέναντί του και δεν μπορεί να με δει.
          Όσοι με παρακολουθούν από την πρώτη στιγμή, με ένα ερώτημα «είμαι ή δεν είμαι;». Οι σκιές καθώς περπατώ, οι άνθρωποι που πέφτουν επάνω μου και με σκουντάνε, με σπρώχνουν, μου χαμογελούν… Στέκομαι με σεβασμό απέναντι στον κύριο αυτό. Έχει αφιερώσει μια ολόκληρη ζωή σε κάτι που πιθανόν να μην συναντήσει ποτέ. Και το ακόμα πιο τραγικό; Να το συναντήσει και να μην το καταλάβει.
          Βάζω το χέρι μου πάνω στις σελίδες του βιβλίου. Οι λέξεις συνεχίζουν να γίνονται προτάσεις στο μυαλό μου. Δεν το βλέπει. Το βλέμμα μου ξεχνιέται πάνω στο χέρι μου που ξεκουράζεται πάνω στο βιβλίο. Μα ούτε εγώ βλέπω. Συνειδητοποιώ ξαφνικά πως απ’ το δάχτυλό μου λείπει το δαχτυλίδι μου. Τραβώ το χέρι μου και το αγκαλιάζω με το άλλο. Ο άντρας συνεχίζει να διαβάζει ατάραχος. Σφίγγω τα χέρια μου καθώς αλλάζει σελίδα. Σκέφτομαι πού, πότε μπορεί να το έχασα. Ανοίγει την παλάμη του. Πάνω στην σελίδα στέκει το δαχτυλίδι μου. Σηκώνει το πρόσωπό του και με διαπερνά με το βλέμμα του. «Σε βλέπω» μου λέει μες στο κεφάλι μου. «Δεν χρειάζεται να σηκώσω τα μάτια μου για να σε δω. Σε ακούω. Ναι. Υπάρχεις.»
          Απλώνω το χέρι να πάρω το δαχτυλίδι μου. Το σκεπάζει με την παλάμη του πριν προλάβω να το αρπάξω. «Όχι. Δεν θα στο δώσω. Το δαχτυλίδι αυτό εσύ το έδωσες. Τόσο απλά. Ο χρόνος δεν υπάρχει. Κοίτα.» Κοιτάζω το χέρι μου. Φορώ το δαχτυλίδι μου ξανά και το άλλο στέκεται ακόμα πάνω στο ανοιχτό βιβλίο.
          - Υπάρχεις και αυτό είναι που σ’ εμποδίζει. Όταν σ’ αρνηθείς, θα μπορέσεις να επιστρέψεις.








Δεν υπάρχουν σχόλια: